Η μάχη στο Ύψωμα 731 9 έως 25 Μαρτίου 1941 - Οι σύγχρονες «Θερμοπύλες»
Author -
mixanikos365
2:52 π.μ.
Ίσως ελάχιστοι γνωρίζουν σήμερα τις καθοριστικής σημασίας νίκες των ελληνικών στρατευμάτων επί των Ιταλών τον Μάρτιο και Απρίλιο του 1941. Θεωρούμε απειροελάχιστη υποχρέωσή μας να αναφερθούμε στις μάχες που έγιναν στο Ύψωμα 731 από τις 9 ως τις 24 Μαρτίου 1941 και συνεχίστηκαν, με μικρότερη ένταση, ως τα μέσα Απριλίου του ίδιου έτους
🏔️ Η Μάχη στο Ύψωμα 731
📖 Ιστορική Περιγραφή
Η Μάχη στο Ύψωμα 731 ήταν μια από τις πιο ηρωικές και αποφασιστικές μάχες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Δόθηκε από τις 9 έως τις 25 Μαρτίου 1941, κοντά στο Τεπελένι της Βόρειας Ηπείρου (σημερινή Αλβανία).
Το ύψωμα αποτελούσε κεντρικό σημείο της ελληνικής αμυντικής γραμμής, ελέγχοντας τον δρόμο προς το Κλεισούρι. Οι Ιταλοί θεωρούσαν ότι αν καταλάμβαναν το 731, θα μπορούσαν να διασπάσουν το ελληνικό μέτωπο και να προελάσουν προς την Ελλάδα.
⚔️ Οι Δυνάμεις
Ελληνική πλευρά:
Το ύψωμα υπερασπίστηκε το ΙΙ Τάγμα του 5ου Συντάγματος Πεζικού, υπό τη διοίκηση του Ταγματάρχη Δημητρίου Κασλά.
Οι στρατιώτες ήταν εξαντλημένοι από τον χειμώνα και τις συνεχείς μάχες, αλλά είχαν υψηλό ηθικό.
Ιταλική πλευρά:
Υπό την άμεση επίβλεψη του Μπενίτο Μουσολίνι, που είχε μεταβεί στην Αλβανία για να παρακολουθήσει την “τελική επίθεση”.
Επιχείρηση “Primavera” (Άνοιξη), με δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες, πυροβολικό, άρματα και αεροπορία.
💣 Η Εξέλιξη της Μάχης
9 Μαρτίου 1941:Ξεκινά η επίθεση με σφοδρό βομβαρδισμό. Εκατοντάδες πυροβόλα και αεροσκάφη ισοπεδώνουν το ύψωμα. Οι Ιταλοί επιτίθενται κατά κύματα, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται σθεναρά.
10–15 Μαρτίου:Οι Ιταλοί εξαπολύουν συνεχείς επιθέσεις, αλλά αποκρούονται με μεγάλες απώλειες. Οι Έλληνες μάχονται σώμα με σώμα, μέσα σε καπνό, λάσπη και κρατήρες από βόμβες.
16–25 Μαρτίου:Οι επιθέσεις συνεχίζονται χωρίς αποτέλεσμα. Το έδαφος έχει κυριολεκτικά “χαμηλώσει” από τις εκρήξεις. Το ύψωμα 731 παραμένει ελληνικό. Η ιταλική επιχείρηση αποτυγχάνει ολοκληρωτικά.
🪖 Το Αποτέλεσμα
Οι Ιταλοί δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν το ύψωμα.
Οι απώλειές τους ήταν τεράστιες: χιλιάδες νεκροί και τραυματίες.
Η ελληνική άμυνα στάθηκε αδιάσπαστη.
Το Ύψωμα 731 έγινε σύμβολο του ελληνικού ηρωισμού και της φράσης «Δεν υποχωρούμε!».
Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 6 Απριλίου 1941, η Γερμανία εισέβαλε στην Ελλάδα, βοηθώντας την Ιταλία να ανατρέψει το αποτέλεσμα του πολέμου.
👨✈️ Οι Πρωταγωνιστές
Δημήτριος Κασλάς, Ταγματάρχης Πεζικού: Διοικητής του ΙΙ Τάγματος. Με το παράδειγμά του και τη φωνή του ενέπνεε τους άνδρες του να κρατήσουν πάση θυσία.
Οι στρατιώτες του 5ου Συντάγματος: Άντρες κυρίως από τη Θεσσαλία, που πολέμησαν με απαράμιλλο θάρρος, παρά τις κακουχίες, το ψύχος και την έλλειψη ανεφοδιασμού.
Μπενίτο Μουσολίνι, ο Ιταλός δικτάτορας, που παρακολουθούσε την επίθεση, πίστευε ότι θα κερδίσει, αλλά αναγκάστηκε να φύγει ταπεινωμένος.
📅 Χρονολόγιο
Ημερομηνία
Γεγονός
28 Οκτωβρίου 1940
Η Ιταλία επιτίθεται στην Ελλάδα.
Νοέμβριος 1940 – Ιανουάριος 1941
Οι Έλληνες αντεπιτίθενται και προελαύνουν στη Βόρεια Ήπειρο.
9 Μαρτίου 1941
Έναρξη της ιταλικής επίθεσης στο Ύψωμα 731.
10–25 Μαρτίου 1941
Συνεχείς επιθέσεις των Ιταλών, όλες αποτυγχάνουν.
25 Μαρτίου 1941
Λήξη των επιχειρήσεων – ελληνική νίκη.
6 Απριλίου 1941
Εισβολή της Γερμανίας στην Ελλάδα.
📜 Περίληψη (για σχολική εργασία)
Η Μάχη στο Ύψωμα 731 έγινε τον Μάρτιο του 1941, στη Βόρεια Ήπειρο, ανάμεσα σε ελληνικές και ιταλικές δυνάμεις. Οι Ιταλοί, με την επιχείρηση “Primavera”, προσπάθησαν να διασπάσουν την ελληνική άμυνα, αλλά απέτυχαν. Το ύψωμα υπερασπίστηκαν ηρωικά οι Έλληνες στρατιώτες του 5ου Συντάγματος υπό τον Ταγματάρχη Δημήτριο Κασλά. Παρά τους βομβαρδισμούς και τις απώλειες, οι Έλληνες κράτησαν τις θέσεις τους. Η μάχη αυτή συμβολίζει τη γενναιότητα, την αυταπάρνηση και το πνεύμα του “Όχι”.
🕊️ Συμβολισμός & Κληρονομιά
Το Ύψωμα 731 έγινε σύμβολο εθνικής αντίστασης και αυτοθυσίας.
Λέγεται πως «το 731 δεν καταλήφθηκε – έλιωσε».
Μέχρι σήμερα, η μάχη αυτή διδάσκεται ως παράδειγμα ηρωισμού και πίστης στην ελευθερία.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Το ύψωμα 731, στρατηγικά τοποθετημένο 20 χλμ. βόρεια της Κλεισούρας ( Κέλκυρα ) στους πρόποδες του όρους Τρεμπέσινα , βρισκόταν στην καρδιά της ελληνικής αμυντικής γραμμής. Παρά τις επανειλημμένες και σφοδρές επιθέσεις από ανώτερες ιταλικές δυνάμεις για πάνω από δύο εβδομάδες, το ύψωμα 731 δεν καταλήφθηκε, συμβάλλοντας στην αποτυχία της επίθεσης της Πριμαβέρα και στην απόκρουση των Ιταλών.
Το ύψωμα 731 αποτελεί εδαφικό εφαλτήριο για την εκτόξευση επιθετικής ενέργειας από Νότου προς Βορρά, στην περιοχή του Αυλώνος, και κομβικό σημείο ανάσχεσης για τον επιχειρούντα από Βορρά προς Νότο, στον κεντρικό τομέα της Αλβανίας. Βρίσκεται μεταξύ των ορεινών συγκροτημάτων Τρεμπεσίνας και Τόμορι των Αλβανικών Άλπεων.
Για τον επιτιθέμενο από Βορρά προς Νότο, στον κεντρικό τομέα της Αλβανίας, η μόνη κατεύθυνση, η οποία επιτρέπει ανάπτυξη δυνάμεων, είναι η κατεύθυνση από την κοιλάδα του Ντέσνιτσα, παραπόταμου του Αώου, που αρχίζει από το ύψωμα 731 και τις βόρειες καταπτώσεις της Τρεμπεσίνας και καταλήγει στο ύψος της Κλεισούρας, όπου συμβάλλει στον Αώο ποταμό. Το κλειδί της όλης τοποθεσίας αποτελεί το ύψωμα 731.Όπως ήταν φυσικό η εχθρική επίθεση περιέλαβε και τα εκατέρωθεν του 731 υψώματα, σε μια προσπάθεια να το υπερκεράσει. Η κατοχή και η διατήρηση του υψώματος 731 από τις Μονάδες του Ελληνικού Στρατού καταδίκαζε κάθε προσπάθεια του επιτιθεμένου προς Νότο, προς την Ελλάδα.
Στα υψώματα 731 και Μπρέγκου Ραπίτ, κατά των οποίων εκτιμάτο ότι θα εφαρμοζόταν η κυρία προσπάθεια της εχθρικής επίθεσης, κατασκευάσθηκαν ανθεκτικά σκέπαστρα από κορμοξυλεία. Τα σκέπαστρα αυτά άντεξαν στις επαναλαμβανόμενες, καθ’ όλη τη διάρκεια της εαρινής επίθεσης των Ιταλών, βολές Πυροβολικού και Αεροπορίας και αποδείχθηκαν σωτήρια για τους αμυνόμενους.
Ήταν ένα από τα ισχυρότερα ερείσματα του Ελληνικού Στρατού και κομβικό σημείο στην όλη τοποθεσία στον κεντρικό τομέα του αλβανικού μετώπου. Στο Ύψωμα 731 και στα γειτονικά υψώματα οι Έλληνες κατατρόπωσαν τις ιταλικές δυνάμεις και ντρόπιασαν τον Μουσολίνι και την περιβόητη και μεγαλεπήβολη εαρινή επίθεσή του.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Προετοιμασία αντίπαλων δυνάμεων κατά την Γ΄ φάση του Ελληνοϊταλικού Πολέμου
Η συνεχιζόμενη προέλαση του Ελληνικού Στρατού στο ελληνοαλβανικό μέτωπο και οι αλλεπάλληλες ελληνικές επιτυχίες δημιούργησαν ανησυχίες στην ιταλική ηγεσία και ανάγκασαν τον Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini) να αντικαταστήσει τον στρατιωτικό διοικητή του θεάτρου επιχειρήσεων της Αλβανίας, Στρατηγό Ουμπάλντο Σοντού (Ubaldo Soddu), με τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Στρατηγό Ούγκο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero). Ο Μουσολίνι έφερε βαρέως την ήττα του στρατού του στην Αλβανία και αδημονούσε να καταγάγει και αυτός θεαματικές νίκες ώστε να ενισχυθεί το κύρος του.
Ο Μουσολίνι προσπαθεί ματαια να εμψυχώσει το Ιταλικό στράτευμα.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1941, το μέτωπο λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών (ομίχλη, χιονοθύελλες δριμύ ψύχος) σταθεροποιήθηκε σε μια γραμμή που ξεκινούσε από το Πόγραδετς και κατέληγε στα βόρεια της Χειμάρρας. Ενώπιον λοιπόν του αδιεξόδου που είχε δημιουργηθεί και για την αναπτέρωση του ηθικού του ιταλικού στρατού, ο Μουσολίνι προετοίμαζε εντατικά τις ένοπλες δυνάμεις του για να επιφέρει ένα συντριπτικό χτύπημα εναντίον των Ελλήνων.
Ο Μουσολίνι ήταν ο Μοναδικός Ηγέτης που πλησίασε τον αντιπαλο στρατο σε εμβέλεια δραστικου βεληνεκούς του αντίπαλου πυροβολικού
Έτσι, μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου μεταφέρθηκαν στην Αλβανία δέκα νέες ιταλικές μεραρχίες. Δεκάδες πλοία αποβίβαζαν στα αλβανικά λιμάνια εφόδια, πυρομαχικά, αυτοκίνητα και μέσα πυρός, ενώ ο Μουσολίνι παράλληλα καλούσε όλη την ελίτ του φασιστικού κόμματος να καταταγεί στο στρατό προς επάνδρωση των δυνάμεων στο μέτωπο της Αλβανίας.
Στις αρχές Μαρτίου 1941, ο ίδιος ο Μουσολίνι έφθασε στην Αλβανία προκειμένου να εποπτεύσει προσωπικά από κοντά τις επιχειρήσεις. Διέταξε λοιπόν την οργάνωση της μεγαλύτερης ως τότε επιχείρησης εναντίον των Ελλήνων με το όνομα “Primavera” «Άνοιξη», που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η «Μεγάλη Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών.
Σύμφωνα με το σχέδιο που εκπονήθηκε από τον Στρατηγό Καβαλλέρο, η επιχείρηση θα εκδηλωνόταν στις 9 Μαρτίου 1941 στη ζώνη του Β΄ ΣΣ, μεταξύ των ποταμών Αώου και Άψου, σε ένα μέτωπο έξι χιλιομέτρων, με στόχο τη διάσπαση του μετώπου από την Γκλάβα στο Μπούμπεσι, αποσκοπώντας στη διάνοιξη της κοιλάδας του Ντεσνίτσα ποταμού. Την κύρια προσπάθεια είχε αναλάβει το ιταλικό VIII Σώμα Στρατού, υπό τον Στρατηγό Γκαστόνε Γκαμπάρα (Gastone Gambara) αποτελούμενο από 4 μεραρχίες και 2 τάγματα Μελανοχιτώνων, κρατώντας άλλες δύο εφεδρείες. Απέναντι από τις ιταλικές δυνάμεις αμυνόταν το Β΄ΣΣ με έξι μεραρχίες Πεζικού. Η επίθεση θα στρεφόταν στον τομέα της I Ελληνικής Μεραρχίας Πεζικού, μεταξύ Τρεμπεσίνας και Μπούμπεσι που πολεμούσε αδιαλείπτως με διοικητή τον Υποστράτηγο Βασίλειο Βραχνό.
Η ιταλική εαρινή επίθεση
ΠΡΟETOIMASIES ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
Ο Μουσολίνι ,επικειμένης της Γερμανικής επίθεσης στις αρχές του Απριλίου 1941 κατά μήκος της Ελληνο-Βουλγαρικής μεθορίου, για να επιτύχει περίλαμπρες νίκες αποφάσισε να ενεργήσει τον Μάρτιο του 1941 μεγάλη επίθεση για τη διάσπαση του μετώπου, την καταστροφή του Ελληνικού Στρατού και την κατάληψη της Ελλάδας ,ώστε να προλάβει έτσι τους Γερμανούς. Σε εκτέλεση των εντολών του με μία εργώδη και συντονισμένη προσπάθεια, από το τέλος του Ιανουαρίου μέχρι των αρχών του Μαρτίου του 1941,μεταφέρθηκαν στην Αλβανία 10 νέες Μεραρχίες και επί πλέον Ειδικά Συγκροτήματα και ενισχύθηκαν οι Μονάδες Πυροβολικού και Αεροπορίας με παντοειδές υλικό και μέσα, προκειμένου να αποκτήσουν επιθετικές δυνατότητες. Ο ίδιος ο Μουσολίνι αναχώρησε από την Ιταλία και έφθασε στην Αλβανία τη 2α Μαρτίου 1941,όπου επόπτευσε προσωπικά τις προετοιμασίες για τη διεξαγωγή των επιθετικών επιχειρήσεων και την εξύψωση του φρονήματος των στρατευμάτων. Την επίθεση οργάνωσε και διηύθυνε ο ίδιος ο Μουσολίνι από το προωθημένο παρατηρητήριο Κόμαριτ της Αλβανίας. Από Ελληνικής πλευράς είχαν επισημανθεί έγκαιρα οι προπαρασκευαστικές κινήσεις του Ιταλικού Στρατού και λήφθηκαν τα αναγκαία μέτρα, όπως οργάνωση εδάφους, συμπληρώσεις των απωλειών και των ζημιών των Μονάδων σε προσωπικό και υλικά αντίστοιχα, αναδιατάξεις Μονάδων, προωθήσεις εφεδρικών Μονάδων και πυρομαχικών κ.α.
ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ Στην Αλβανία στάθμευε το Ιταλικό Εκστρατευτικό Σώμα, επιπέδου Ομάδας Στρατιών, συνολικής δύναμης 40 Μεραρχιών, πολλών ανεξαρτήτων Ειδικών Συγκροτημάτων, με εκατοντάδες άρματα, χιλιάδες πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων και εκατοντάδες μαχητικά αεροσκάφη διαφόρων τύπων. Διοικητής του ήταν ο Στρατηγός Καβαλλέρο από 11ης Ιανουαρίου 1941, μετά την αντικατάσταση των Στρατηγών του Πράσκα και Σοντού, που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τις αποτυχίες του Ιταλικού Στρατού. Στην περιοχή της Κλεισούρας επιτέθηκαν διαδοχικά 10 Μεραρχίες και 4 έως 5 ανεξάρτητα Ειδικά Συγκροτήματα, υποστηριζόμενα από μεγάλο αριθμό πυροβόλων και πολεμικών αεροσκαφών. Από πλευράς Ελληνικού Στρατού στην περιοχή της Κλεισούρας καθώς και Βόρεια και Νότια αυτής ,αμύνονταν το Β΄ Σώμα Στρατού με 5 Μεραρχίες Πεζικού, υποστηριζόμενες από το προβλεπόμενο Πυροβολικό. Στη διάβαση της Κλεισούρας είχαν εγκατασταθεί αμυντικά οι Ι και V Μεραρχίες με ανάλογο αριθμό πυροβόλων. Τέλος στο ύψωμα 731 αμυνόταν το ΙΙ Τάγμα του 5ου Συντάγματος Πεζικού της Ιης Μεραρχίας με Διοικητή τον Ταγματάρχη Πεζικού Δημήτριο Κασλά.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ
Μέχρι το τέλος του 1940, η ελληνική διοίκηση αποφάσισε να σταματήσει τις μεγάλης κλίμακας επιθετικές επιχειρήσεις στο αλβανικό μέτωπο, επιτρέποντας μόνο τοπικές επιθετικές επιχειρήσεις για τη βελτίωση των ελληνικών γραμμών μέχρι να βελτιωθεί ο καιρός. Στην πραγματικότητα, κατά τους πρώτους μήνες του 1941, οι μάχες είχαν περιέλθει σε αδιέξοδο. Την άνοιξη του 1941, η ιταλική ηγεσία επιθυμούσε να επιτύχει επιτυχία εναντίον του ελληνικού στρατού πριν από την επικείμενη γερμανική επέμβαση. Το σχέδιο, που εκπονήθηκε από τον στρατηγό Ούγκο Καβαλέρο , προέβλεπε μια μεγάλης κλίμακας επίθεση σε ένα στενό μέτωπο 32 χιλιομέτρων στο κέντρο των ελληνικών θέσεων. Στόχος της ιταλικής επίθεσης ήταν να διασπάσει τις ελληνικές γραμμές, να ανακαταλάβει την Κλεισούρα και να προχωρήσει προς το Λεσκοβίκι και τα Ιωάννινα . Κλειδί για την ιταλική προσπάθεια ήταν ένας λόφος γνωστός ως 731, ο οποίος βρισκόταν στο κέντρο της σχεδιασμένης επίθεσης.
Η επίθεση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί από το VIII Σώμα Στρατού ( 24η Μεραρχία Πεζικού "Pinerolo" , 38η Μεραρχία Πεζικού "Puglie" και 59η Μεραρχία Πεζικού "Cagliari" ), με το XXV Σώμα Στρατού ( 2η Μεραρχία Πεζικού "Sforzesca" , 7η Μεραρχία Πεζικού "Lupi di Toscana" , 47η Μεραρχία Πεζικού "Bari" και 51η Μεραρχία Πεζικού "Siena" ) ως δεύτερο κλιμάκιο, και την 131η Τεθωρακισμένη Μεραρχία "Centauro" και την 29η Μεραρχία Πεζικού "Piemonte" ως εφεδρείες.
Οι ελληνικές μονάδες που βρίσκονταν απέναντί τους ήταν το II Σώμα Στρατού ( 17ο , 5ο , 1ο , 15ο και 11ο Μεραρχίες), το οποίο πολεμούσε από την αρχή του πολέμου, με τρία συντάγματα ως εφεδρεία, και μπορούσε να ενισχυθεί από την 4η Μεραρχία . Κατά τους προηγούμενους μήνες και εν αναμονή επίθεσης, τα ελληνικά στρατεύματα είχαν διαταχθεί να σκάψουν οχυρώσεις για να παρέχουν κάλυψη. Η ιταλική μεραρχία που είχε αναλάβει την επίθεση στο ύψωμα 731 ήταν η Απουλία. Το ύψωμα 731 υπερασπιζόταν το 2ο Τάγμα του 5ου Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού (II/5) της 1ης Μεραρχίας, το οποίο διατάχθηκε να κρατήσει τις θέσεις του πάση θυσία. Το II/5 Τάγμα διοικούνταν από τον Ταγματάρχη Δημήτριο Κασλά και η πλειοψηφία των στρατιωτών του προερχόταν από τις πόλεις των Τρικάλων και της Καρδίτσας .
Ο διοικητής του Β' Ελληνικού Σώματος Στρατού, Υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος, είχε διοριστεί μόλις τέσσερις ημέρες πριν από την ιταλική επίθεση: κατά τη διάρκεια μιας διάσκεψης που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου, ο τότε διοικητής, Αντιστράτηγος Δημήτριος Παπαδόπουλος , μαζί με δύο άλλους στρατηγούς του Α' Σώματος Στρατού , διαφώνησαν με την παρουσία στην Ελλάδα μιας βρετανικής εκστρατευτικής δύναμης, η οποία θα ήταν ανεπαρκής για να υπερασπιστεί την Ελλάδα ενάντια στους Γερμανούς, αλλά επαρκής για να τους παράσχει casus belli . Η αντίθεσή τους οδήγησε στην απόλυσή τους την επόμενη μέρα και στην αποστρατεία τους την μεθεπόμενη.
2ο Τάγμα και τμήμα του 5ου Συντάγματος Τρικάλων ~2.642 Ανδρες
Αρματα μόνο σε φωτογραφίες 😊
8ο Σώμα Στρατού , Τέσσερις μεραρχίες και δύο τάγματα μελανοχιτώνων ~26.000 Ανδρες
1 Σύνταγμα Αρμάτων
Θύματα και απώλειες
Περίπου ~ 557 νεκροίοπλίτες
*Εκτιμιση Περίπου ~11.800 άνδρες
* Η προπαγάνδα της εποχής Επέβαλε να Αποκρύπτωνται οι πραγματικές απόλεις για λόγους Γοήτρου και Εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης ετσι η Ιταλια δεν εδωσε ποτέ πραγματικό αριθμό νεκρών.
Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΥΨΩΜΑΤΟΣ 731
Στις 06:30 το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941 δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης. Υπήρξε σφοδρότατος βομβαρδισμός σε όλο το μέτωπο του Β΄ΣΣ. Ιδιαίτερα στον τομέα της Ι Μεραρχίας, όπου ο ιταλικός στρατός κατηύθυνε την κύρια προσπάθειά του για τη δημιουργία ρήγματος, υπήρξε ορυμαγδός εκρήξεων βλημάτων του εχθρικού πυροβολικού, η προπαρασκευή του οποίου διήρκησε δυόμιση ώρες. Μαζί τους επιχειρούσαν και σχηματισμοί ιταλικών αεροσκαφών που βομβάρδιζαν συνεχώς τις ελληνικές θέσεις της πρώτης γραμμής και τα μετόπισθεν. Η δέσμη πυρών που συγκεντρώθηκε στα Υψώματα 717 και 731, καθώς και οι ακόλουθες αλλεπάλληλες επιθέσεις, δεν έφεραν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όμως η γραμμή αντίστασης των Ελλήνων βαλλόταν κυριολεκτικά σε όλο το εύρος της. Ο καπνός και η σκόνη δεν επέτρεπαν ούτε τη λειτουργία των οπτικών μέσων επικοινωνίας. Με νέα προσπάθεια οι Ιταλοί κατέλαβαν το ύψωμα 717, το οποίο όμως ανακαταλήφθηκε ύστερα από ελληνική αντεπίθεση. Στις 14:00 και στις 16:50 εκδηλώθηκαν δύο επιθέσεις κατά των υψωμάτων 731 και Κιάφε-Λουζίτ με σημαντικές απώλειες όμως των επιτιθέμενων ιταλικών τμημάτων.
Από την εξιστόρηση της μάχης επί του υψώματος 731 του Ταγματάρχη Δημ. Κασλά διαβάζουμε:
«Την 06.30 ώραν ήρξατο τρομακτικόν και καταιγιστικόν πυρ εχθρικού πυροβολικού και όλμων.400 πυροβόλα παντός διαμετρήματος εξεμούσαν πυρ και σίδηρον εφ’ ολοκλήρου του μετώπου της Ιης Μεραρχίας, καθ 'ολον το πλάτος και βάθος. Η πρώτη ομοβροντία μιας πυροβολαρχίας βαρέος Πυροβολικού ακριβώς την 06.30 ώραν επί του υψώματος 731,όπου ο σταθμός διοικήσεως μου. Ήτο το σύνθημα ενάρξεως της βολής. Οι ημιονηγοί μετά των ημιόνων των, οι οποίοι ήλθον εκείνην την στιγμήν με εφόδια, ο σύνδεσμος του Τάγματος λοχίας Παπαθανασίου,είς μόνιμος Ανθυπολοχαγός του Ι /51 Τάγματος, όστις μετά την αντικατάστασιν του Τάγματος παρέμεινεν οικειοθελώς δια να φύγη την πρωίαν, διεμελίσθησαν. Ο βομβαρδισμός συνεχίζεται με αυξάνουσαν έντασιν. Σμήνη αεροπλάνων ρίπτουν συνεχώς τα φορτία των επί των υψωμάτων 731 και 717. Το ύψωμα 731,όπου το Τάγμα μου, σείεται συνεχώς. Σκόνη, φωτιά και καπνός, η ατμόσφαιρα είναι βαρειά, δύσκολα αναπνέει κανείς από τα αέρια των εκρήξεων, κόλασις πυρός, μας περιβάλλουν οι καπνοί και οι φλόγες, δεν μπορούμε να διακρίνωμεν τι γίνεται εις απόστασιν 10 μέτρων. Το ύψωμα 731 ήτο δασωμένον με δένδρα ύψους 4-5 μέτρων. Εντός διώρου έμεινε γυμνόν....Περί την 07.30 ώραν κατώρθωσα να επικοινωνήσω τηλεφωνικώς για λίγα λεπτά με τον Συνταγματάρχην Κετσέαν, επίσης μετά του Διοικητού του Συγκροτήματος Συνταγματάρχου Ν. Γεωργούλα, οι οποίοι αγωνιούσαν να πληροφορηθούν την κατάστασιν μας. Με ερώτησαν εάν οι άνδρες του Τάγματος κρατούν τας θέσεις των, τους απήντησα ότι οι Λόχοι ευρίσκοντο ει τας θέσεις των. Πόσοι όμως εκ των ανδρών των είναι ζώντες δεν γνωρίζω. Μοι διεβίβασεν την εξής διαταγήν: Επί των θέσεων σας θα αμυνθείτε μέχρις εσχάτων, η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις απαιτεί να κρατήσετε ψηλά την τιμήν των όπλων. Του απήντησα οτιδήποτε και αν συμβή δεν θα εγκαταλείψωμεν το ύψωμα 731 και έχω πεποίθησιν ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί. Έκτοτε η τηλεφωνική επικοινωνία διεκόπη μέχρι το βράδυ».
Την πρώτη ημέρα τρεις επιθέσεις αποκρούσθηκαν με σοβαρές απώλειες στους επιτιθεμένους ,ανερχόμενες στο 30% της δύναμης των Μονάδων. Οι επιθέσεις συνεχίσθηκαν με μεγαλύτερη ένταση και τις επόμενες ημέρες, χωρίς επιτυχία. Το ύψωμα 731 δέχθηκε από της 9ης Μαρτίου μέχρι της 25ης Μαρτίου 20 επιθέσεις. Η πλέον έντονη φάση διήρκησε από της 9ης μέχρι της 15ης Μαρτίου. Οι προσπάθειες συνεχίσθηκαν εξίσου φονικές, μέχρι της 25ης Μαρτίου και από τότε έφθιναν σε ένταση, συχνότητα και διάρκεια, έως της 14ης Απριλίου 1941, ημέρα έναρξης της σύμπτυξης των Μονάδων του Ελληνικού Στρατού από τις αμυντικές θέσεις τους ,λόγω της προέλασης των Γερμανικών στρατευμάτων στη Δυτική Μακεδονία, στα νώτα του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας και του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου.
Την 10η και 11η Μαρτίου, οι ιταλικές δυνάμεις συνέχισαν τις προσπάθειές τους με την ίδια σφοδρότητα και χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Την 12η Μαρτίου εκδηλώθηκε νυχτερινή, αυτή τη φορά, επίθεση των Ιταλών κατά του Υψώματος 731, η οποία αντιμετωπίστηκε με πυκνό φραγμό πυρών. Την 13η Μαρτίου, μέχρι το μεσημέρι, όλο το μέτωπο της Ι Μεραρχίας παρουσίαζε τη συνήθη δράση βομβαρδισμών πυροβολικού και όλμων. Στις 15:30 σημειώθηκε ακόμα μία προσπάθεια των ιταλικών δυνάμεων να καταλάβουν το ύψωμα 731 και το Μπρέγκου Ραπίτ, ενώ την επιχείρηση κάλυπτε η ιταλική αεροπορία. Ο αγώνας διήρκησε ως το απόγευμα, οπότε και οι επιτιθέμενοι ανατράπηκαν οριστικά. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και την 14η Μαρτίου, προσπαθώντας οι Ιταλοί να καταλάβουν με κάθε μέσο το ύψωμα 731. Μπορεί ο βομβαρδισμός να γινόταν σε όλο τον κεντρικό τομέα, η επιχείρηση όμως επικεντρώθηκε στο ύψωμα αυτό, το οποίο αποτέλεσε το κλειδί της όλης τοποθεσίας, καθώς βρισκόταν 20 χιλιόμετρα βόρεια της Κλεισούρας αποτελώντας εδαφικό εφαλτήριο για την εκτόξευση της επιθετικής ενέργειας από Νότο προς Βορρά.
Κατά τη διάρκεια των ιταλικών επιθέσεων και των ελληνικών αντεπιθέσεων, ιδιαίτερες στιγμές ηρωισμού και φρίκης καταγράφηκαν στο ύψωμα 731 που το υπεράσπιζαν οι άνδρες του 5ου Συντάγματος Πεζικού. Ο Έλληνας Αξιωματικός που σταμάτησε τους Ιταλούς επιδρομείς με σχέδιο και ανδρεία εκτινάσσοντας στα ύψη το φρόνημα των ανδρών του ήταν ο Ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς, Διοικητής του ΙΙ Τάγματος του Συντάγματος. Η διαταγή προς τους στρατιώτες του ήταν σαφής και δραματική: «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθεί προς τα οπίσω. Τότε μόνο θα διέλθει ο εχθρός εκ της τοποθεσία μας, όταν αποθάνομεν άπαντες επί των θέσεων μας». Οι Ιταλοί προχώρησαν κατά διαδοχικά κύματα με σκοπό να καταλάβουν οπωσδήποτε το ύψωμα 731, παρά τις απώλειές τους. Τα αμυνόμενα Ελληνικά Τμήματα αντέδρασαν με άμεση αντεπίθεση. Οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές και συχνά εκ του συστάδην με ξιφολόγχες και χειροβομβίδες. Οι εκρήξεις των πυρών πυροβολικού συνεχίστηκαν και η ιταλική αεροπορία έβαλε πανταχόθεν με αμείωτη σφοδρότητα. Ήταν η έβδομη επίθεση των Ιταλών στο ύψωμα 731 και τα ελληνικά όπλα εξακολουθούσαν να θριαμβεύουν αναπτερώνοντας το ηθικό των μαχόμενων τμημάτων.
Βαθμιαία χαλάρωση και διακοπή της Ιταλικής επίθεσης (16-26 Μαρτίου 1941)
Την 15η Μαρτίου μέχρι τις 13:00 επικράτησε ηρεμία. Λίγο αργότερα, το εχθρικό πυροβολικό άρχισε και πάλι να βάλει κατά των υψωμάτων 731, Μπρέγκου Ραπίτ και κατά διαστήματα κατά του Κιάφε Λουζίτ και Μαζιάνι. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ανελέητος. Νέα επίθεση αποκρούστηκε στις 21:00 με χρήση χειροβομβίδων και άμεσων αντεπιθέσεων. Ήταν η έβδομη ημέρα της ιταλικής επίθεσης, εξαιρετικά αποφασιστική, καθώς η πλήρης αναποτελεσματικότητα των επιθετικών ενεργειών τους έπεισε τελικά την ιταλική ηγεσία ότι και η επιχείρηση “Primavera” ως σχέδιο, απέτυχε παταγωδώς. Γι’ αυτό και αποφάσισε τη βαθμιαία αναστολή επιχειρήσεων. Από τις 16 έως και τις 18 Μαρτίου, το μέτωπο του Β΄ΣΣ παρουσίαζε τη συνήθη προ της επιθέσεως δραστηριότητα. Μετά από σχετική τριήμερη ανάπαυλα, ξημέρωσε η 19η Μαρτίου 1941 και ως τότε οι Ιταλοί είχαν εξαπολύσει όχι λιγότερες από 18 επιθέσεις. Το εχθρικό πυροβολικό και οι όλμοι ενέτειναν τα πυρά τους. Τίποτα δεν κατέστη ικανό να διασπάσει την ελληνική άμυνα. Η ιταλική προσπάθεια άρχισε να ατονεί, για να εκφυλιστεί τελείως από τις 25 Μαρτίου 1941 και ένθεν, καθώς στις 26 Μαρτίου η Γιουγκοσλαβία προσχώρησε στο συμμαχικό στρατόπεδο. Εκτιθέμενοι λοιπόν οι Ιταλοί και από τα ανατολικά, σταμάτησαν τις επιθέσεις. Ο Μουσολίνι, με διάχυτο πνεύμα απογοήτευσης, καθώς το φασιστικό καθεστώς δεν κατάφερε να διατηρήσει το κύρος του και την πολιτική του θέση, επέστρεψε στη Ρώμη.
Την 20η Μαρτίου 1941,μετά την αποτυχία των επιθέσεων ,ο Μουσολίνι συγκέντρωσε τους Ανώτερους Αξιωματικούς Διοικητές, προέβη σε κριτική των επιχειρήσεων του δευτέρου 10ημέρου του Μαρτίου 1941 και έδωσε κατευθύνσεις για επανάληψη της επίθεσης στις 28 Μαρτίου 1941.Μετά το πέρας της συγκέντρωσης σε ιδιαίτερη συνομιλία του με τον Πτέραρχο Πρίκολο, Αρχηγό και Υφυπουργό Αεροπορίας, από τους έμπιστους συνεργάτες του, είπε: «Απεφάσισα να επιστρέψω εντός της αύριον εις Ρώμην. Αηδίασα από το περιβάλλον αυτό. Δεν επροχωρήσαμε βήμα. Μέχρι τούδε με έχουν εξαπατήσει. Περιφρονώ βαθύτατα αυτούς τους ανθρώπους [προφανώς εννοούσε τους στρατηγούς]». Πράγματι την επομένη απογοητευμένος από την αδυναμία των στρατευμάτων του να επιτύχουν μια νίκη αναχώρησε για την Ρώμη.
Ο επίλογος της τιτανομαχίας, που είχε αρχίσει την 9η Μαρτίου 1941, Κυριακή της Ορθοδοξίας, γραφόταν την 20ην Απριλίου 1941, Κυριακή του Πάσχα, με την υπογραφή ανακωχής από τον Γερμανό Στρατηγό Ντήτριχ και τον Έλληνα Στρατηγό Γ. Τσολάκογλου.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
Ελληνικά στρατεύματα κατά την ιταλική εαρινή επίθεση
Η ιταλική επίθεση, την οποία παρακολούθησε αυτοπροσώπως ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι , ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου με βαρύ πυροβολικό και αεροπορικό βομβαρδισμό. Στον κύριο τομέα, που κατείχε η 1η Ελληνική Μεραρχία, έπεσαν πάνω από 100.000 βλήματα σε ένα μέτωπο μήκους 6 χιλιομέτρων. Παρά τις επανειλημμένες επιθέσεις και τους σφοδρούς βομβαρδισμούς που ξέθαψαν το έδαφος, οι υπερασπιστές του υψώματος 731 άντεξαν από τις 9 έως τις 15 Μαρτίου. Με την υποστήριξη του ελληνικού πυροβολικού, κατάφεραν να εκμεταλλευτούν το έδαφος και να εξαπολύσουν αντεπιθέσεις. Έλληνες τυφεκιοφόροι όρμησαν εναντίον των επερχόμενων Ιταλών με ξιφολόγχες , υπό την κάλυψη πυκνού καπνού. Ο Δημήτριος Κασλάς , μετά τον βομβαρδισμό, έδωσε εντολή σε κάθε στρατιώτη να παραμείνει στη θέση του ό,τι και να συμβεί, και υποσχέθηκε να πυροβολήσει και να σκοτώσει προσωπικά όποιον προσπαθούσε να υποχωρήσει.
Ένας πλευρικός ελιγμός των Μελανοχιτώνων της 26ης Λεγεώνας στις 11 Μαρτίου κατέληξε σε ιταλική ήττα. Το απόγευμα της 12ης Μαρτίου, οι Έλληνες ενίσχυσαν τις αμυνόμενες μονάδες με ολόκληρο το 19ο Σύνταγμα της 4ης Μεραρχίας. Το Ύψωμα 731 υπερασπιζόταν πλέον το III/19 Τάγμα υπό τη διοίκηση του Λοχαγού Παναγιώτη Κουτρίδη . Τη νύχτα της 12ης Μαρτίου, οι Ιταλοί απέσυραν την εξαντλημένη Μεραρχία Απουλίας και την αντικατέστησαν με τη Μεραρχία Μπάρι . Η ιταλική επίθεση σταμάτησε μεταξύ 16-18 Μαρτίου, επιτρέποντας στους Έλληνες να φέρουν εφεδρείες μπροστά και να ξεκινήσουν μια σταδιακή αναδιάταξη της γραμμής τους, ανακουφίζοντας την 1η Μεραρχία με την 17η. Η ιταλική επίθεση συνεχίστηκε στις 19 Μαρτίου με μια ακόμη επίθεση της Μεραρχίας Σιένα στο Ύψωμα 731 (την 18η μέχρι στιγμής). Υποστηριζόμενοι από τέσσερα άρματα μάχης M13/40 και μια μονάδα εφόδου Arditi από τη Μεραρχία Σιένα, οι Ιταλοί κατέλαβαν ένα τμήμα του Ύψωμα 731, αλλά σύντομα απωθήθηκαν από μια ελληνική αντεπίθεση. Οι επιθέσεις, στις οποίες προηγήθηκαν έντονοι βομβαρδισμοί πυροβολικού, ακολούθησαν καθημερινά μέχρι τις 24 Μαρτίου, χωρίς να επιτευχθεί κανένα αποτέλεσμα. Ο Μουσολίνι αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι το αποτέλεσμα της ιταλικής επίθεσης ήταν μηδενικό , και η ιταλική επίθεση τερματίστηκε στις 24 Μαρτίου.
Το Τέλος των Ελληνο-Ιταλικών συγκρούσεων και η Εμπλοκή της Γερμανίας Το τέλος του Ελληνοϊταλικού πολέμου δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας νέας αποφασιστικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά της μεταγενέστερης εισβολής των Γερμανών στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941, η οποία ματαίωσε οριστικά την προσπάθεια των Ιταλών να παρουσιάσουν ως δική τους, οποιαδήποτε επιτυχία εναντίον της Ελλάδας. Η απόκρουση της μεγάλης Εαρινής Επίθεσης υπήρξε η πρώτη στρατιωτική ήττα του λεγόμενου Άξονα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην πολεμική ιστορία και των δυο αντιπάλων, το Ύψωμα 731 υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα πεδία μάχης ολόκληρου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι στρατιώτες το ονόμασαν «Γολγοθά» (κρανίου τόπο) γιατί κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών το βουνό ανασκάφθηκε από τους βομβαρδισμούς σε τέτοιο βαθμό με αποτέλεσμα να μεταβληθεί οριστικά η γεωλογική του μορφή. Μπορεί να χαμήλωσε από τους καταιγιστικούς βομβαρδισμούς πέντε μέτρα, όμως αυτοί που πολέμησαν πάνω του είχαν αποδειχθεί πραγματικοί γίγαντες. Το τίμημα αυτής της μάχης ήταν οι συνολικές απώλειες των ελληνικών δυνάμεων που ανήλθαν σε 1.243 νεκρούς και 4.016 τραυματίες, ενώ των ιταλικών δυνάμεων σε 11.800 νεκρούς και άγνωστο αριθμό τραυματιών.
Οι αξιωματικοί και οπλίτες που υπερασπίστηκαν με σθένος και ομοψυχία σε όλα τα επίπεδα, από τον ανώτατο ηγέτη ως τον τελευταίο μαχητή, το ύψωμα 731, καθώς και τα κοντινά υψώματα, δεν έκαναν απλώς το καθήκον τους Με τη θυσία και τη νίκη τους έδωσαν νόημα στην έννοια «κατοχή εδάφους», αντιμετωπίζοντας μάλιστα έναν εχθρό πολλαπλάσιο και καλύτερα εξοπλισμένο. Η εξαιρετική φθορά και οι απώλειες των ιταλικών τμημάτων που επιτέθηκαν στο ύψωμα 731, αιτιολογεί και την απόφασή τους να αναγείρουν στην περιοχή αυτή γενικό μνημείο πεσόντων του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Ο χώρος απεκλήθη «Ιερή Ζώνη», λόγω των τρομερών απωλειών που υπέστησαν τα ιταλικά στρατεύματα κατά τις επιθέσεις για την κατάληψή του.
Ο Δημήτριος Γ. Κασλάς γεννήθηκε στο Πουρί του Νομού Μαγνησίας το 1901. Ήταν γιος του Γεωργίου Καζίλα του Στεργίου και της Μαρίας Καζίλα, το γένος Διακουμή. Το όνομά του από Καζίλας το άλλαξε σε Κασλάς όταν κατετάγη στον Στρατό. Ο Δημήτριος Κασλάς σε ηλικία 15 ετών εργάζεται στο Βόλο σε φούρνο και αργότερα σε ταβέρνα. Παράλληλα ολοκληρώνει τις σπουδές του φοιτώντας στην νυχτερινή Εμπορική Σχολή Βόλου. Το 1920 κατετάγη κληρωτός στη Λάρισα, και τέλη Ιουλίου μεταβαίνει στη Σμύρνη, όπου βρισκόταν σε εξέλιξη η Μικρασιατική Εκστρατεία. Τον Ιανουάριο του 1922 συμμετείχε σε στρατιωτικές εξετάσεις και εισήχθη με επιτυχία στον ουλαμό Έφεδρων Αξιωματικών του Αφιόν Καραχισάρ (έδωσαν εξετάσεις 1200, επέτυχαν 225, σειρά επιτυχίας 97). Στην συνέχεια ακολουθεί η κατάρρευση του μετώπου και συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι τον Απρίλιο του 1923. Αμέσως μετά την επιστροφή του από την αιχμαλωσία και σε ηλικία 22 ετών ονομάζεται Έφεδρος Ανθυπολοχαγός. Τον Μάρτιο του 1924 κατατάσσεται στις τάξεις των μόνιμων αξιωματικών του Στρατού, και στην συνέχεια ακολουθεί μία εξαιρετική πορεία με σταθμό την περίοδο 1940 -1945. Κατά την κήρυξη του πολέμου το 1940 υπηρετούσε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων ως λοχαγός και αμέσως μετά ανέλαβε κατά την διάρκεια των μαχών τη Διοίκηση του ΙΙ/5 τάγματος όπου και προήχθη σε ταγματάρχη για ανδραγαθία στο πεδίο της μάχης,. Το αποκορύφωμα της ένδοξης πορείας του τάγματος στο οποίο υπήρξε διοικητής είναι η απόκρουση της επιθέσεως που σχεδιάστηκε και εξαπολύθηκε παρουσία του ίδιου του Μουσολίνι με την ονομασία «Εαρινή Επίθεση» με διάρκεια από 9 έως 25 Μαρτίου 1941.
Η επίθεση εκδηλώθηκε κυρίως εναντίον του υψώματος 731 το οποίο υπεράσπιζε το ΙΙ/5 τάγμα με διοικητή τον Δημήτριο Κασλά. Στο ύψωμα 731 συνετρίβησαν οι πανίσχυρες μεραρχίες των Ιταλών. Η νεότερη ιστορία ονομάζει το ύψωμα 731 «Νέες Θερμοπύλες», έχει γραφεί δέ καί ειδικός Θούριος ως εμβατήριο του Στρατού. Το ύψωμα 731 γρήγορα γίνεται θρύλος και αναγράφεται στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην Αθήνα. Οι στρατιώτες της εποχής το ονόμασαν «Γολγοθά», γιατί πριν την έναρξη των εχθροπραξιών ήταν δενδροσκεπασμένο ενώ μετά τις μάχες δεν έμεινε κανένα δένδρο και το ύψος του μειώθηκε κατά 5 μέτρα. Μετά την κατάρρευση του μετώπου ο Δ. Κασλάς επέστρεψε στο Πουρί και κατά την Γερμανοϊταλική κατοχή λαμβάνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση στις τάξεις του ΕΛΑΣ ως Διοικητής του 52 Συντάγματος. Ο Δ. Κασλάς παρότι δεν υπήρξε αριστερός συμμετείχε στην Αντίσταση κατά των κατακτητών μέσα από τις τάξειs του, όπως και πολλοί άλλοι. Το Σύνταγμα δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή Λαμίας – Καρπενησίου –Καρδίτσας με πολύ μεγάλες επιτυχίες. Για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα μετά την απελευθέρωση εξορίστηκε από το 1945 έως το 1948 στα νησιά Σέριφο – Ικαρία – Σαντορίνη. Με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1985 προήχθη, μετά θάνατον , σε ταξίαρχο. Απεβίωσε στις 22-2-1966 από καρδιακό επεισόδιο ενώ είχε προηγηθεί και εγκεφαλικό. Του είχαν απονεμηθεί: Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας, Πολεμικός Σταυρός Γ΄ Τάξεως, Αργυρούς Σταυρός του Β΄ Τάγματος, Μετάλλιο στρατιωτικής αξίας Δ΄ Τάξεως.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η Μάχη του Λόφου 731 έχει περιγραφεί ως η Μάχη του Βερντέν του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (Verdun of the Greco-Italian War ) , ενώ άλλοι την αναφέρουν ως τις νέες Θερμοπύλες . Ήταν μια αιματηρή μάχη, με τους στρατιώτες να εμπλέκονται συχνά σε μάχες σώμα με σώμα και να πολεμούν με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους. Ο άγριος βομβαρδισμός από ξηρά και αέρα μεταμόρφωσε το τοπίο του λόφου, εξαλείφοντας όλα τα δέντρα και μειώνοντας το ύψος του κατά 2 μέτρα: το σημερινό υψόμετρο του είναι 729 μέτρα.
Battle of Hill 731” Italian Medium Tank Carro Armato Medio
Fiat-Ansaldo M13/40 Greece, March 1941
Ο ελληνικός στρατός νίκησε την ιταλική αντεπίθεση του Μαρτίου 1941, προκαλώντας βαριές απώλειες. Λίγο αργότερα, η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα μέσω Βουλγαρίας (Επιχείρηση Μαρίτα) ξεκίνησε στις 6 Απριλίου, δημιουργώντας ένα δεύτερο μέτωπο. Η Ελλάδα είχε λάβει μια μικρή ενίσχυση από βρετανικές δυνάμεις που εδρεύουν στην Αίγυπτο, εν αναμονή της γερμανικής εισβολής. Οι ελληνικές δυνάμεις ήταν αριθμητικά λιγότερες και τα περισσότερα στρατεύματα βρίσκονταν ακόμα στο αλβανικό μέτωπο. Η βουλγαρική αμυντική γραμμή δεν έλαβε επαρκείς ενισχύσεις και σύντομα κατακλύστηκε. Οι Γερμανοί υπερκέρασαν τις ελληνικές δυνάμεις στα αλβανικά σύνορα, αναγκάζοντάς τις να παραδοθούν και οι δυνάμεις της Βρετανικής Αυτοκρατορίας άρχισαν την υποχώρηση. Για αρκετές ημέρες, τα συμμαχικά στρατεύματα περιόρισαν τη γερμανική προέλαση στο πέρασμα των Θερμοπυλών , επιτρέποντας στα πλοία να προετοιμαστούν για την εκκένωση της βρετανικής δύναμης. Οι Γερμανοί έφτασαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου και ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Ελλάδας με την κατάληψη της Κρήτης ένα μήνα αργότερα. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα κατελήφθη από τις στρατιωτικές δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας μέχρι τα τέλη του 1944.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Το ύψωμα 731,το Βερντέν του Αλβανικού Μετώπου, πεδίο μάχης, ανδρείας και ηρωισμού, ορόσημο θυσίας και προσφοράς, δεν έπεσε στον εχθρό, παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις του. Οι απώλειες μάχης όμως της Ιης Μεραρχίας ανήλθαν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα της Ιταλικής επίθεσης σε 2.642,από τους οποίους 557 νεκροί. Βαρύ το τίμημα, αλλά και απροσμέτρητο το μεγαλείο και η δόξα για τους Έλληνες μαχητές. Η θυσία των πεσόντων και ο ηρωισμός όσων επέζησαν δεν διαγράφονται, ούτε παραγράφονται. Μένουν ως φωτεινά μετέωρα, αναζωογονητική δύναμη διαιώνισης και θωράκισης του μεγαλείου της Ελλάδας. Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Αλβανία κτίσθηκε στο ύψωμα 731 ένα λιτό και αναθηματικό μνημείο, αδιάψευστος μάρτυρας του αίματος των πεσόντων Αξιωματικών και Οπλιτών για να κρατά ζωντανή τη μνήμη των επερχόμενων γενεών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941, Αθήνα 1985.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Χειμεριναί επιχειρήσεις – Ιταλικής επίθεση Μαρτίου (7 Ιανουαρίου – 26 Ματίου 1941, Αθήνα 1966.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η συμβολή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 2009.
Γεώργιος Κίτσος, Εαρινή Ιταλική Επίθεση 731, Έκδοση Συλλόγου Υπαλλήλων Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς Εν Αθήναι 1949.
Γεώργιος Τζουβάλας (Αντγος ε.α.), Το Ύψωμα 731, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2004.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ 1978.
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ.681Α/Γ/33, (Μάχη Υψώματος 731).
Φ.681Γ/Γ/217, (Εχθρική ενέργεια εις Ύψωμα 731).
Φ.682/Β/5β, (Ιστορικό της πολεμικής δράσης του ΙΙ Τάγματος του 5ου Συντάγματος της 15/10/1941 για την περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου).
Εικόνες
– Ο Μουσολίνι παρακολουθεί την Εαρινή Επίθεση (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
– Στρατηγός Βραχνός ,Διοικητής Ι Μεραρχίας (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
– Το Ύψωμα 731 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
– Έλληνες μαχητές του 1940-41 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
– Έφοδος με εφ’ όπλου λόγχη (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
– Πεδινή Πυρ/χία βάλλει κατά εχθρικής ορεινής θέσης στην Τρεμπεσίνα τον Μάρτιο του 1941 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
– Στα Χαρακώματα (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
Σχεδιαγράμματα
– Σχεδιάγραμμα με αρίθμηση 23 του βιβλίου ΓΕΣ/ΔΙΣ, Οι κυριότερες μάχες του Ελληνικού Στρατού (1897-1955),Αθήνα 2012.
– Σχεδιάγραμμα με αρίθμηση 22 του βιβλίου ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941,Αθήνα 1985.