🔥 Ιστορικό Πλαίσιο
Μετά τη σοβιετική νίκη στο Στάλινγκραντ (1942–43), ο Κόκκινος Στρατός άρχισε να παίρνει την πρωτοβουλία στο Ανατολικό Μέτωπο. Οι Γερμανοί, με επικεφαλής τον Αδόλφο Χίτλερ και τους στρατηγούς Μάνσταϊν και Μόντελ, επιδίωξαν μια αντεπίθεση για να ανακτήσουν την πρωτοβουλία.
Ο στόχος τους ήταν να εξαλείψουν το σοβιετικό προγεφύρωμα του Κούρσκ, το οποίο προεξείχε μέσα στις γερμανικές γραμμές σε σχήμα τόξου (γνωστό ως «τοξο του Κούρσκ»).
⚙️ Οι Δυνάμεις
Πλευρά | Στρατιώτες | Άρματα | Αεροσκάφη |
---|---|---|---|
Γερμανία (Ομάδα Στρατιών Κεντρική & Νότια) | ~900.000 | ~2.900 | ~2.000 |
ΕΣΣΔ (Κόκκινος Στρατός) | ~1.900.000 | ~5.000 | ~2.900 |
Οι Γερμανοί διέθεταν νέα υπεροπλικά άρματα, όπως:
- Panther (PzKpfw V)
- Tiger I
- Ferdinand/Elefant αντιαρματικά οχήματα
Οι Σοβιετικοί βασίστηκαν κυρίως στα:
- T-34/76 (πολύ αξιόπιστο και κινητικό)
- KV-1 και SU-152 (βαριά οχήματα υποστήριξης)
⚔️ Η Εξέλιξη της Μάχης
1. Επιχείρηση Citadel (5–12 Ιουλίου 1943)
Η γερμανική επίθεση ξεκίνησε από βορρά και νότο για να περικυκλώσει το Κούρσκ.
- Στο βορρά, η 9η Στρατιά του Μόντελ επιτέθηκε προς το Οριόλ.
- Στο νότο, ο στρατηγός Μάνσταϊν προέλασε προς το Προχορόφκα.
Οι Σοβιετικοί όμως είχαν πληροφορηθεί εγκαίρως τα σχέδια μέσω κατασκοπείας και είχαν οχυρώσει το μέτωπο σε βάθος 300 χιλιομέτρων, με νάρκες, αντιαρματικά πυροβόλα και χαρακώματα.
2. Η Μάχη του Προχορόφκα (12 Ιουλίου 1943)
Ίσως το αποκορύφωμα της σύγκρουσης:
- Πάνω από 1.200 άρματα μάχης συγκρούστηκαν σε μικρή περιοχή.
- Οι T-34 αντιμετώπισαν τα Tiger σε μάχη εξ επαφής.
- Οι Γερμανοί προκάλεσαν βαριές απώλειες, αλλά δεν πέτυχαν διάσπαση.
3. Αντεπίθεση των Σοβιετικών (Αύγουστος 1943)
Με την εξάντληση των Γερμανών, οι Σοβιετικοί πέρασαν στην αντεπίθεση (επιχειρήσεις Kutuzov και Rumyantsev), απελευθερώνοντας το Οριόλ, το Μπελγκορόντ και τελικά το Χάρκοβο.
📉 Απώλειες
Πλευρά | Νεκροί/Τραυματίες | Άρματα | Αεροσκάφη |
---|---|---|---|
Γερμανία | ~200.000 | ~1.600 | ~680 |
ΕΣΣΔ | ~860.000 | ~6.000 | ~1.600 |
🧭 Αποτελέσματα και Σημασία
- Ο Κόκκινος Στρατός απέκτησε οριστικά την πρωτοβουλία στο Ανατολικό Μέτωπο.
- Η Γερμανία δεν ανέκαμψε ποτέ πλήρως από τις απώλειες αρμάτων και πληρωμάτων.
- Η μάχη έδειξε την ανωτερότητα της σοβιετικής άμυνας σε βάθος και της βιομηχανικής υπεροχής.
- Από το φθινόπωρο του 1943, οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν τη συνεχή προέλαση προς τη Δύση.
🪖 Συνοπτικά
Παράμετρος | Περιγραφή |
---|---|
Χρονικό διάστημα | 5 Ιουλίου – 23 Αυγούστου 1943 |
Τοποθεσία | Περιοχή Κούρσκ, Ρωσία |
Αποτέλεσμα | Σοβιετική νίκη |
Στρατηγική σημασία | Οριστική απώλεια πρωτοβουλίας για τη Γερμανία στο Ανατολικό Μέτωπο |
Aναλυτική χρονολογική περιγραφή της μάχης με χάρτες και εικόνες. και Video
Πρόκειται για ένα καθοριστικό γεγονός στην εξέλιξη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου και του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, καθώς με την ήττα αυτή άλλαξαν οι ισορροπίες και οι Γερμανοί έχασαν την πρωτοβουλία των κινήσεων που είχαν έως τότε. Στην αρματομαχία ενεπλάκησαν 6.200 γερμανικά και σοβιετικά τανκς από τα οποία και τα περισσότερα καταστράφηκαν.

Οι ενδείξεις για αντεπίθεση των ναζί προϋπήρχαν και μετά από την ήττα της μεγαλύτερης στρατιάς της Βέρμαχτ το Φεβρουάριο του 1943 στο Στάλινγκραντ, αφού ο Χίτλερ είχε κηρύξει ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον της ΕΣΣΔ. Έτσι, πρώτος σταθμός αυτού του πολέμου ήταν η πόλη του Κουρσκ όπου σημειώθηκε η πολεμική σύγκρουση και σήμανε το τέλος της αυτοκρατορίας του Γ' Ραιχ.
Οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν μια ομάδα που θα περιλάμβανε 50 τμήματα (18 μονάδες με τεθωρακισμένα και μοτοσικλέτες, 5 στρατιές αρμάτων μάχης και 8 στρατιές με πυροβολικό). Συνολικά, σύμφωνα με σοβιετικές πηγές, ο αριθμός στρατιωτών που περιλάμβαναν αυτά τα 50 τμήματα ήταν 900.000 στρατιώτες. Τη διοίκηση θα είχαν ο Γκίντερ φον Κλούγκε (Ομάδα Στρατιών "Κέντρο") και ο Έριχ φον Μανστάιν (Ομάδα Στρατιών "Νότος"). Απ' την άλλη πλευρά, οι Σοβιετικοί είχαν αποφασίσει ότι το Κεντρικό Μέτωπο του Κόκκινου Στρατού θα υπερασπιζόταν το Κουρσκ από τα βόρεια ενώ το Μέτωπο Βορόνεζ από τα νότια.

Οι Γερμανοί προέβλεπαν, ότι σύντομα θ’ αντιμετώπιζαν ως εφιάλτη το διμέτωπο, προς τα ανατολικά και δυτικά, αγώνα, από τον οποίο έπρεπε να εξέλθουν ταχέως, για να έχουν ελπίδες για επιτυχή τερματισμό του πολέμου.
Εξετάζοντας επιχειρησιακά την κατάσταση στο Ανατολικό Μέτωπο, θα διαπιστώσουμε, ότι κατά το έτος 1943, μέχρι την έναρξη της επιχειρήσεως «CITADELLE», είχε την ακόλουθη εξέλιξη.
Οι Ρώσοι, αφού επωφελήθηκαν από τα σφάλματα της ανωτάτης ηγεσίας των γερμανικών δυνάμεων (του Χίτλερ), πέτυχαν μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 1943 την πλήρη συντριβή της 6ης Γερμανικής Στρατιάς στο Στάλινγκραντ. Περίπου κατά τα μέσα Φεβρουαρίου η κρίση έφθασε στο απόγειο της, όταν δηλαδή οι Ρώσοι, συνεχίζοντας την προς τα δυτικά προώθηση των δυνάμεων τους, ανακατέλαβαν το Χάρκοβ, πρωτεύουσα της Ουκρανίας, και κατόρθωσαν να διεισδύσουν σε βάθος, δυτικά και νότια του ποταμού Ντόνετς, προς την κατεύθυνση της Μαύρης Θάλασσας και του ποταμού Δνείπερ.
Βεβαίως, παρά τις θεαματικές αυτές επιτυχίες τους, η μεγάλη ευκαιρία συντομεύσεως, αν μη του τερματισμού, του πολέμου διέφυγε, διότι η Στάβκα (Κεντρική Επιτροπή Αμύνης της Σοβιετικής Ενώσεως) είχε επιδείξει διστακτικότητα.
Κατά το διάστημα μεταξύ 20ής Φεβρουαρίου και 1ης Μαρτίου η προώθηση των ρωσικών στρατιών του Νοτιοδυτικού Μετώπου προς τις διαβάσεις του Δνείπερ ποταμού είχε αποκοπεί. Κατόπιν αντεπιθέσεως των γερμανικών δυνάμεων, οι Ρώσοι απωθήθηκαν και πάλι ανατολικά του ποταμού Ντόνετς. Ακόμη νοτιότερα, η Δεξιά Πτέρυγα των Γερμανών στον μέσο ρου του Ντόνετς και του Μιούς ποταμού διατήρησε τελικά τις θέσεις της και οι ρωσικές δυνάμεις, που είχαν διεισδύσει προς την κατεύθυνση της Αζοφικής, κυκλώθηκαν και αναγκάσθηκαν να παραδοθούν.
Ήδη το Επιτελείο της Οberkommando heeres (Ο.Κ.Η. , δηλαδή της Ανωτάτης Διοικήσεως Γερμανικού Στρατού) άρχισε να μελετά και η Στάβκα να εξετάζει με ανησυχία την περίπτωση νέας θερινής γερμανικής επιθέσεως προς τα ανατολικά.
- Από την Ομάδα Στρατιών του Κέντρου (στον Τομέα Ορέλ)
- 9η Στρατιά: Διοικητής Στρατηγός Μόντελ. Δυνάμεις: 41ο, 46ο, 47ο Τεθωρακισμένα Σώματα Στρατού (8 τεθωρακισμένες μεραρχίες). Δύο Σώματα Πεζικού (7 μεραρχίες πεζικού).
- 2η Στρατιά: Διοικητής Στρατηγός Βάις. Δυνάμεις: Τρία σώματα πεζικού (9 εξασθενημένες μεραρχίες).
- Εφεδρεία: 12η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, 36η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Αναγνωρίσεως.
- Αεροπορική Υποστήριξη: Ο 1ος Αεροπορικός Στόλος.
- Από την Ομάδα Στρατιών του Νότου (στον Τομέα Χάρκοβ)
- 4η Τεθωρακισμένη Στρατιά: Διοικητής Στρατηγός Χοθ. Δυνάμεις: 1ο Τεθωρακισμένο Σώμα των SS, 48ο Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού (9 τεθωρακισμένες μεραρχίες – 1 μεραρχία πεζικού).
- 52ο Σώμα Στρατού (3 μεραρχίες πεζικού).
- Απόσπασμα Στρατιάς Κεμπφ. Δυνάμεις: 11ο Σώμα Στρατού (3 μεραρχίες πεζικού). 3ο Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού (3 τεθωρακισμένες μεραρχίες).
- Εφεδρεία: 24ο Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού. (2 τεθωρ. μεραρχίες).
- Αεροπορική Υποστήριξη: Ο 4ος Αεροπορικός Στόλος.
Διάταξη
- Μέτωπο* Βορονέζ (έναντι Ομάδας Στρατιών του Νότου). Διοικητής: Στρατηγός Βατούτιν. Δυνάμεις: Τέσσερις στρατιές πεζικού (6η, 7η επίλεκτες, 4η και 38η) και μια τεθωρακισμένη (η 1η Αρμάτων). Αεροπορική Υποστήριξη: 2η Αεροπορική Στρατιά.
- Κεντρικό Μέτωπο (Έναντι της 9ης Στρατιάς). Διοικητής: Στρατηγός Ροκοσόφσκυ. Δυνάμεις: Πέντε στρατιές πεζικού (13η, 48η, 60ή, 69η και 70ή) και μία τεθωρακισμένη (η 2η Αρμάτων). Αεροπορική Υποστήριξη: Η 16η Αεροπορική Στρατιά.
- Μέτωπο Στέππας (Εφεδρεία). Διοικητής:Στρατηγός Κόνιεφ. Δυνάμεις: Τέσσερις στρατιές πεζικού (5η Επίλεκτη, 27η, 53η και 47η) και μία τεθωρακισμένη (η 5η Στρατιά Αρμάτων). Επίσης, δύο ανεξάρτητα σώματα αρμάτων και τρία ιππικού.
Σχέδια και Αποστολές Γερμανών (Σχέδιο Επιθέσεως «Citadelle»)
Ο Στρατάρχης Μανστάιν, μετά την κατάληψη του Χάρκοβ (14-3-1943), είχε την πρόθεση να συνεχίσει την αντεπίθεση προς τα βορειοανατολικά, για να απαλείψει την εξέχουσα του Κουρσκ προ της ενάρξεως της περιόδου τήξεως των πάγων. Η αδυναμία όμως συμμετοχής στην ενέργεια από Βορρά της Ομάδας Στρατιών του Κέντρου τον ανάγκασε να παραιτηθεί από την πρόθεσή του αυτή.
Κατά την περίοδο της αναγκαστικής απραξίας, ο Μανστάιν υπέβαλε στον Χίτλερ άλλο σχέδιο «ευρείας επιθετικής επιστροφής», το οποίο εκμεταλλευόταν κατάλληλα τις επίμονες προσπάθειες των Ρώσων να προωθηθούν προς τις διαβάσεις του ποταμού Δνείπερ. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε την παραχώρηση της λεκάνης του Ντόνετς και την εφέλκυση των Ρώσων προς τον κάτω ρου του Δνείπερ. Το βάρος των γερμανικών τεθωρακισμένων από την περιοχή του Χάρκοβ, όπου θα συγκεντρώνονταν, θα ριχνόταν προς τα νοτιοανατολικά και θα απωθούσε τους Ρώσους προς τις ακτές της Αζοφικής Θάλασσας.
Το σχέδιο αυτό εκμεταλλευόταν πλήρως τα πλεονεκτήματα που διατηρούσαν ακόμη οι Γερμανοί έναντι του αντιπάλου τους, δηλαδή, κατά τον Μανστάιν: «Διοίκηση καλύτερη και μάλλον εύκαμπτη, στρατιωτικές δυνάμεις από απόψεως ποιότητας ανώτερες και μεγαλύτερη, κατά το θέρος τουλάχιστον, ευκαμψία».
Ο Χίτλερ απέρριψε το σχέδιο του Μανστάιν, προφασιζόμενος ότι τούτο αντετίθετο σε σοβαρούς πολιτικοοικονομικούς παράγοντες. Στην πραγματικότητα όμως η απόρριψη οφειλόταν στο ότι ο Χίτλερ είχε απέχθεια στο να παραχωρεί εκούσια έδαφος στον εχθρό, πράγμα που προβλεπόταν στο σχέδιο αυτό. Ο πραγματικός κίνδυνος από τυχόν εφαρμογή του ανωτέρω σχεδίου προερχόταν από την πιθανότητα να μη παρασυρθούν οι Ρώσοι σε επίθεση πριν από τη δημιουργία δεύτερου μετώπου από τους δυτικούς Συμμάχους ή να επιτεθούν (οι Ρώσοι) στον τομέα του Μπέλγκοροντ και βορειότερα, στον θύλακα του Ορέλ, προς ανάκτηση του Χάρκοβ.
Παρόμοιες σκέψεις και φόβοι οδήγησαν το Στρατηγό Ζάιτσλερ, αρχηγό του Επιτελείου της ΟΚΗ, στη σύλληψη ενός περισσότερο σαφούς και ρεαλιστικού σχεδίου άμεσης επιθέσεως, επί συγκλινουσών κατευθύνσεων, για την απαλοιφή του θυλάκου του Κουρσκ. Επρόκειτο περί του αρχικού σχεδίου του Μανστάιν, που βασιζόταν στην ιδέα της άμεσης εκμεταλλεύσεως της πρόσκαιρης αδυναμίας του αντιπάλου, λόγω των ηττών του κατά την αντεπίθεση της Ομάδας Στρατιών Νότου (Φεβρουάριος – Μάρτιος).
Κατόπιν εκθέσεως που υπέβαλε ο Στρατηγός Μόντελ, Διοικητής της 9ης Στρατιάς, ο οποίος διηύθυνε την επίθεση στο βόρειο τομέα του θυλάκου, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο Μόναχο στις 4 Μαΐου. Σ’ αυτήν παρέστησαν, εκτός από τους αρχηγούς των Επιτελείων, οι διοικητές Ομάδων Στρατιών Κέντρου και Νότου και ο Στρατηγός Γκουντέριαν. Στην έκθεση του ο Στρατηγός Μόντελ ανέφερε, ότι οι Ρώσοι είχαν προβεί στην οχύρωση του θυλάκου και σε συγκέντρωση μεγάλων δυνάμεων. Για το λόγο αυτό διατύπωνε σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την επιτυχία του σχεδίου. Κατά τη συζήτηση που επακολούθησε, έγινε φανερή η διάσταση των απόψεων.
Ο Στρατηγός Γκουντέριαν εκφράσθηκε έντονα κατά του σχεδίου, καθώς και κατά οποιασδήποτε επιθετικής ενέργειας προς τα ανατολικά, πριν από την πλήρη «ανάρρωση» του όπλου των τεθωρακισμένων. Ανέφερε, ότι δεν είχαν ακόμη διατεθεί άρματα τύπου «Πάνθηρ» και «Τίγρις» σε επαρκή αριθμό, ενώ όσα είχαν διατεθεί παρουσίαζαν, όπως ήταν φυσικό, «τις παιδικές» αδυναμίες τους και είχαν ανάγκη περαιτέρω βελτιώσεων. Αντίθετα, ο Στρατάρχης Κλούγκε υποστήριξε ενθουσιωδώς το σχέδιο επιθέσεως του Στρατηγού Ζάιτσλερ, ενώ ο Στρατάρχης Μανστάιν αρκέσθηκε να επισημάνει, ότι πιθανόν η ευκαιρία για μια επιτυχία από την επίθεση είχε παρέλθει.Ο Χίτλερ κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η επιχείρηση έπρεπε να αναβληθεί για να μελετηθεί κατά τρόπο πληρέστερο.
Στις 10 Μαΐου, σε άλλη σύσκεψη για το θέμα της παραγωγής αρμάτων, ο Στρατηγός Γκουντέριαν προσπάθησε και πάλι να πείσει τον Χίτλερ να ματαιώσει το σχέδιο της επιχειρήσεως, χωρίς όμως επιτυχία. Έτσι, παρά τις αντίθετες επί του θέματος απόψεις, που ήδη είχαν διατυπωθεί, ο Χίτλερ ενέκρινε το σχέδιο, επειδή οι λόγοι που επέβαλαν την εκτόξευση της επιθέσεως ήταν σοβαροί. Μεταξύ των κυριότερων ήταν και οι εξής:
- Η προσδοκία μιας μεγάλης μάχης συγκλόνιζε και μαγνήτιζε όλους τους επιτελείς που συνδέονταν με την επίθεση, και οι στρατηγοί (εκτός από μερικές εξαιρέσεις) ισχυρίζονταν, ότι πάντοτε είχαν κατορθώσει να διασπάσουν τις ρωσικές αμυντικές τοποθεσίες με το πρώτο πλήγμα. Οι δυσχέρειες – έλεγαν – άρχιζαν κατόπιν, όταν η ορμή των τεθωρακισμένων είχε απορροφηθεί από τον απέραντο χώρο της στέππας. Ήδη, όμως , οι αντικειμενικοί σκοποί θα ήταν περιορισμένοι, ενώ η ισχύς των τεθωρακισμένων υπέρτερη.
- Θα έπρεπε ο εχθρός, τον οποίο θεωρούσαν λίγο ή περισσότερο θανάσιμα τραυματισμένο, να εξουδετερωθεί το ταχύτερο και τουλάχιστον πριν πραγματοποιηθεί απόβαση των Δυτικών Συμμάχων στην Ευρώπη, οπότε οι συνθήκες θα ήταν δυσμενέστερες.
- Θα καταβαλλόταν προσπάθεια καταστροφής μέρους των εφεδρειών της Στάβκα μαζί με τις δυνάμεις που ήταν στον θύλακα. Το κτύπημα θα επαναλαμβανόταν στη συνέχεια σε άλλο τομέα, με αποτέλεσμα τη ματαίωση της αναμενόμενης ρωσικής επιθέσεως.Κατά την άποψη των Γερμανών, οριστική απώλεια της πρωτοβουλίας προς τα ανατολικά συνεπαγόταν μοιραία την απώλεια του πολέμου.
Ιδέα Ελιγμού.
Στο γερμανικό σχέδιο ενεργείας η περιεχόμενη ιδέα ελιγμού ήταν απλή. Προβλεπόταν συγκλίνουσα επίθεση από Βορρά (εξέχουσα Ορέλ) και Νότο (περιοχή Χάρκοβ) που είχε τη μορφή ηλάγρας, της οποίας οι βραχίονες (σιαγόνες) θα έκλειναν σε απόσταση 16 χιλιομέτρων ανατολικά του Κουρσκ (στην περιοχή της πόλεως Τιμ). Οι ρωσικές δυνάμεις των Μετώπων Βορονέζ και Κέντρου, καθώς και οι εφεδρείες τους, που ήταν μέσα στις σιαγόνες, θα συντρίβονταν υπό το βάρος των τρομερών χαλύβδινων αρμάτων των μεγάλων, νέου τύπου, τεθωρακισμένων γερμανικών μεραρχιών. Στη συνέχεια, θα επιδιωκόταν η καταστροφή των ρωσικών τεθωρακισμένων εφεδρειών, τις οποίες θα ωθούσε προς το πεδίο της μάχης η Ανωτάτη Σοβιετική Διοίκηση.
Την επίθεση θα ενεργούσε η 9η Στρατιά, που θα διέθετε προς διάσπαση τρία σώματα τεθωρακισμένα σε μέτωπο 50 χιλιομέτρων. Την ενέργεια θα κάλυπταν εκατέρωθεν δύο σώματα πεζικού, τα οποία θα επιτίθεντο προς διεύρυνση του ρήγματος.
Στη 2η Στρατιά, αναπτυγμένη περιμετρικά του θυλάκου σε μέτωπο 200 χιλιομέτρων, ανατέθηκε η καθήλωση των προ αυτής ρωσικών δυνάμεων, για να εξασφαλισθούν έτσι οι κυκλώσεις τους.
Για τη διεύρυνση του ρήγματος στο αριστερό θα επιτίθετο ένα σώμα πεζικού (το 52ο Σώμα, που διέθετε 3 μεραρχίες πεζικού), το οποίο θα υποβοηθούσε στην καταστροφή των ρωσικών δυνάμεων, που είχαν κυκλωθεί δυτικά του Κουρσκ. Η κάλυψη από ανατολικά της ενέργειας της 4ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς ανετίθετο στο Απόσπασμα Στρατιάς Κεμπφ (3ο Σώμα Τεθ. και 11ο Σώμα Πεζικού).
Το Απόσπασμα έπρεπε αρχικά να εξασφαλίσει την άμυνα του μετώπου ανατολικά του Χάρκοβ (στον ποταμό Ντόνετς) και ακολούθως, προωθούμενο βόρεια του Βολτσάνσκ, να καλύψει την επίθεση της 4ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς προς το Κουρσκ. Το Απόσπασμα αυτό, ενισχυμένο εν καιρώ από την Ομάδα Στρατιών του Νότου με το 24ο Σώμα Τεθωρακισμένων (δύο τεθωρακισμένες μεραρχίες), θα συμμετείχε στην προσβολή και καταστροφή των τεθωρακισμένων εφεδρειών, τις οποίες, όπως αναμενόταν, θα ενέπλεκε ο εχθρός στην περιοχή του Κουρσκ.
Οι Ρώσοι, χάρη στη δραστηριότητα του δικτύου κατασκοπείας «Lucy», είχαν συλλέξει από καιρό σημαντικές πληροφορίες για την επικείμενη γερμανική επίθεση κατά του Κουρσκ. Η πρώτη εκτίμηση για το πιθανό γερμανικό σχέδιο, από τι αρχές Απριλίου, είχε συνταχθεί από τον Στρατηγό Βατούτιν, Διοικητή του Μετώπου του Βορονέζ, που προέβλεπε με αξιόλογη ακρίβεια την τελική μορφή της γερμανικής ενεργείας.
Ιδέα Ελιγμού
Στο αμυντικό σχέδιο των Ρώσων περιλαμβανόταν η ιδέα ελιγμού τους, στην οποία κυριαρχούσε η σκέψη περί του τρόπου της αποτελεσματικότερης αντιμετωπίσεως των γερμανικών αρμάτων, δηλαδή του πιο επικίνδυνου για την άμυνα αντιπάλου.
Γενικά προβλεπόταν σταθερή άμυνα στα χείλη του θυλάκου για τον περιορισμό του μετώπου του ρήγματος, καθώς και άμυνα σε βάθος επί διαδοχικών τοποθεσιών, που είχαν οργανωθεί ισχυρώς και υποστηρίζονταν από μάζα πυροβολικού. Οι βαρειές γερμανικές φάλαγγες θα διοχετεύονταν με αλλεπάλληλες σειρές τακτικών ναρκοπεδίων σε κατάλληλους χώρους, όπου θα ήταν δυνατή η αποκόλληση του πεζικού, που ακολουθούσε τα άρματα, και, αμέσως μετά, η εξουδετέρωση των δύο συνεργαζόμενων στοιχείων (πεζικού-αρμάτων) χωριστά.
Μετά την εμπλοκή των γερμανικών τεθωρακισμένων σε βάθος και την απορρόφηση της ορμής τους, θα επακολουθούσε αντεπίθεση του όγκου των ρωσικών τεθωρακισμένων εφεδρειών, ενώ συγχρόνως με πλευρικές επιθέσεις θα προσβάλλονταν οι βάσεις της γερμανικής εισχωρήσεως στις περιοχές Ορέλ και Μπέλγκοροντ.
Προπαρασκευές
Εκτός από αυτό το τέλειο αμυντικό σχέδιο, οι Ρώσοι είχαν προβεί σε συστηματικές προπαρασκευές, αν δε οι Γερμανοί Στρατηγοί, που υποστήριζαν το σχέδιο «Citadelle», γνώριζαν το μέγεθος αυτών των προπαρασκευών, ασφαλώς δεν θα ήταν τόσο ενθουσιώδεις στις συσκέψεις του Χίτλερ. Μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 1943 οι Ρώσοι οργάνωσαν με πυρετώδη ρυθμό την άμυνα στο θύλακο. Για την επεξεργασία των σχεδίων και το συντονισμό του αγώνα στα τρία μέτωπα η Στάβκα απέστειλε στην περιοχή του Κουρσκ κατά τα τέλη Απριλίου τη γνωστή από την μάχη της Μόσχας και του Στάλινγκραντ «δυάδα Ζούκωφ – Βασιλέφσκο» με την ομάδα των συνεργατών τους.
Τα δύο εμπρός εγκατεστημένα αμυντικώς Μέτωπα – Κεντρικό και Βορονέζ – διέθεταν αρκετές δυνάμεις για την απόκρουση της γερμανικής επιθέσεως (9 στρατιές πεζικού – 2 στρατιές αρμάτων). Παρ΄ όλα αυτά, ο Στρατάρχης Ζούκωφ, με τη γνωστή εμβρίθεια, η οποία τον διέκρινε, εμμένοντας με σχολαστικότητα στην ιδέα της διατάξεως σε βάθος, μερίμνησε για την περαιτέρω ισχυροποίηση των σχετικών με την άμυνα μέτρων με την επαύξηση του βάθους του αμυντικού χώρου.
Δημιούργησε πίσω από την αμυντική ζώνη των δύο εμπρός μετώπων ένα πλήρες νέο αμυντικό μέτωπο, μέσα στο οποίο, σε περίπτωση δυσμενών συνθηκών, θα τασσόταν ολόκληρη η εφεδρεία της Στάβκα (οι υπό τον Στρατάρχη Κόνιεφ στρατιές του Μετώπου της Στέππας, δηλαδή 4 στρατιές πεζικού, 1 στρατιά αρμάτων, 2 ανεξάρτητα σώματα αρμάτων και 3 σώματα ιππικού).
Τα χρησιμοποιηθέντα άφθονα μέσα δίνουν το μέτρο της ισχύος αλλά και του μεγέθους της αμυντικής προσπαθείας των Ρώσων:
- Πυροβολικό: 20.000 πυροβόλα, από τα οποία 6.000 αντιαρματικά των 76 και 92 χιλιοστών, καθώς και πολυάριθμοι εκτοξευτές πυραύλων Κατιούσα.
- Νάρκες: Πυκνότητα ναρκοπεδίων 2.200 Α/Τ και 2.500 Κ/Π ανά μίλι (δηλαδή εξαπλάσια εκείνης που υπήρχε κατά την άμυνα προ της Μόσχας και τετραπλάσια εκείνης στο Στάλινγκραντ).
Κατά τον Ιούνιο οι Γερμανοί, αφού διαπίστωσαν από αεροφωτογραφίες και διάφορες άλλες πληροφορίες το μέγεθος των ρωσικών προπαρασκευών, αποφάσισαν την αναβολή της επιχειρήσεως επί τρεις εβδομάδες για την ενίσχυση των τεθωρακισμένων μεραρχιών του Μόντελ με δύο ακόμη τάγματα αρμάτων «Πάνθηρ». Επίσης αποφάσισαν, επειδή οι Ρώσοι είχαν μεταβάλει τον θύλακο του Κουρσκ σε οχυρό, να χρησιμοποιήσουν προς διάσπαση των διαδοχικών σε βάθος ισχυρώς οργανωμένων τοποθεσιών τα τελευταία επιτεύγματα της πολεμικής τους βιομηχανίας σε άρματα (τύπου «Τίγρις – Χένσελ» ή «Μάρκ VI» των 55 τόνων, τύπου «Πόρσε – Φερντινάντ» των 68 τόννων κτλ.) σε κατάλληλο σχηματισμό επιθέσεως που είχε επινοηθεί προς τούτο.
Ουδέποτε κατά το παρελθόν παρουσιάσθηκε τόσο ισχυρή διάταξη τεθωρακισμένων δυνάμεων. Ιδιαίτερα στο νότιο τομέα ο όγκος των συγκεντρωμένων αρμάτων υπήρξε επιβλητικός.
Διεξαγωγή της Μάχης
Έναρξη της επιθέσεως
Στις 2 Ιουλίου οι διοικητές των μετώπων πληροφορήθηκαν από τη Στάβκα, ότι η γερμανική επίθεση θα έπρεπε να αναμένεται σε οποιοδήποτε χρόνο μεταξύ 3ης και 6ης Ιουλίου. Περίπου τα μεσάνυκτα προς την 5η Ιουλίου, ο Στρατάρχης Γ. Ζούκωφ διέταξε την εφαρμογή του σχεδίου αντιπροπαρασκευής. Ο βομβαρδισμός, που ήταν όχι μόνο απροσδόκητος (λίγες ώρες προ της ενάρξεως της επιθέσεως), αλλά και έντονος, διήρκεσε τέσσερις ώρες και επέφερε αναστάτωση στις γερμανικές δυνάμεις, που ήδη βρίσκονταν στους χώρους εξορμήσεως.
Οι Γερμανοί στρατιώτες, ενώ αντιμετώπιζαν το δυσοίωνο καταιγισμό του ρωσικού πυροβολικού και της αεροπορίας λάμβαναν το εξής προσωπικό μήνυμα του Αδόλφου Χίτλερ για την επίθεση: «Στρατιώτες του Ράιχ! Σήμερα θα λάβετε μέρος σε επίθεση, από την επιτυχία της οποίας εξαρτάται η έκβαση του πολέμου. Περισσότερο από κάθε άλλο η νίκη σας θ’ αποδείξει, ότι η αντίσταση στην ισχύ της Wermacht είναι ουτοπία…».
Η γερμανική επίθεση άρχισε συγχρόνως περίπου στον τομέα του Ορέλ και του Χάρκοβ. Παρουσίαζε πλέον τα χαρακτηριστικά του Blietzkrieg (Αστραπιαίου Πολέμου), χωρίς κάποια αλλαγή ή πρωτοτυπία, εκτός από την αυξημένη ισχύ των τεθωρακισμένων δυνάμεων, που λάμβαναν μέρος: κάθετες εφορμήσεις των Στούκας, βραχείς (30 δευτερολέπτων) και έντονοι βομβαρδισμοί πυροβολικού, μάζες αρμάτων συνοδευόμενες από πεζικό.
Τα κινούμενα εμπρός βαρέα άρματα των γερμανικών τεθωρακισμένων σφηνών («Panzerkeil») αντιμετώπισαν επιτυχώς το φραγμό του ρωσικού πυροβολικού, τα ναρκοπέδια, καθώς και το πυρ των αντιαρματικών, και διείσδυσαν σε μεγάλο βάθος στις αμυντικές τοποθεσίες με επουσιώδεις ζημιές. Αντίθετα, η κατάσταση πίσω απ’ αυτά τα άρματα, στη βάση των τεθωρακισμένων σφηνών, δεν ήταν εξίσου ικανοποιητική. Τα άρματα «Μαρκ ΙΙΙ» και «ΙV» – και μάλιστα τα τύπου «Πάνθηρ» – αποδείχθηκαν λιγότερο απρόσβλητα. Πολλά απ’ αυτά ενέπεσαν στα πυκνά ναρκοπέδια και ακινητοποιήθηκαν, ενώ άλλα, προσβαλλόμενα από τα πλευρά ή από τα νώτα (κυρίως τα «Πάνθηρ»), αναφλέγονταν.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι σφήνες αποδιοργανώθηκαν και το πεζικό που ακολουθούσε καθηλωνόταν, επειδή δεν υποστηριζόταν επαρκώς. Επίσης, υπερβαίνοντας τα τεθωρακισμένα, θεριζόταν από τα πυρά των πολυβόλων. Τα τεράστια «Πόρσε-Φέρντιναντς» και τα «Τίγρις-Χένσελ», θανάσιμα αποτελεσματικά στον αγώνα τους κατά των περίφημων ρωσικών αρμάτων «Τ34», καθώς και των οργανωμένων θέσεων των ρωσικών πυροβόλων, μόλις απέμεναν μόνα τους, καταστρέφονταν ευχερώς από τις ομάδες «καταστροφέων αρμάτων» του ρωσικού πεζικού, επειδή δεν διέθεταν δευτερεύοντα οπλισμό για την αυτοπροστασία τους.
Πριν σκοτεινιάσει, η ορατότητα ήταν μηδαμινή λόγω της σκόνης, του καπνού των εκρήξεων και του πετρελαίου των καιόμενων αρμάτων. Οι «γρεναδιέροι» (δηλαδή οι πεζοί) των τεθωρακισμένων μεραρχιών και οι σκαπανείς με τόλμη και αποφασιστικότητα κινήθηκαν προς τα εμπρός για την εκκαθάριση των φωλεών αντιστάσεως και τη διάνοιξη διαδρόμων στα ναρκοπέδια, για τη συνένωση του όγκου των μεραρχιών με τα εμπρός βαρέα άρματα, που με τους ασυρμάτους καλούσαν συνεχώς προς βοήθεια.
Εξέλιξη του Αγώνα
Παρά τις πέντε γερμανικές επιθέσεις, δεν επιτεύχθηκε την πρώτη ημέρα διάρρηξη σε βάθος. Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν και την επομένη με πείσμα και οι Ρώσοι, για να αποφύγουν τη διάσπαση της αμυντικής ζώνης των εμπρός στρατιών (13ης και 70ής), αναγκάσθηκαν να εμπλέξουν αμέσως στον αγώνα τη 2η Τεθωρακισμένη Στρατιά, εφεδρεία του Κεντρικού Μετώπου ενισχυμένη με ένα ανεξάρτητο σώμα τεθωρακισμένων (1ο Σώμα Αρμάτων). Οι Γερμανοί, μετά από σκληρό αγώνα εναντίον υπέρτερων δυνάμεων, κατόρθωσαν μέχρι τις 9 Ιουλίου, υποστηριζόμενοι από την αεροπορία τους, να διεισδύσουν προς Πονιρύ, σε απόσταση 18 χιλιομέτρων από την γραμμή εξορμήσεως.
Οι Ρώσοι εξαπέλυαν συνεχείς αντεπιθέσεις και η περαιτέρω προώθηση των Γερμανών αναχαιτίσθηκε. Επίμονη προσπάθεια που καταβλήθηκε για να διευρυνθεί το ρήγμα, το οποίο είχε επιτευχθεί μέχρι τότε, πλάτους 10 χλμ., απέτυχε προ των οχυρωμένων θέσεων, σε απόσταση 10 χλμ. νοτιοδυτικά του Πονιρύ. Οι προσπάθειες των Γερμανών στο Αριστερό σημείωσαν ακόμη μεγαλύτερη αποτυχία προ του Μάλο Αρχαγκέλσκ. Ο Στρατάρχης Μόντελ αντιμετώπιζε την επανάληψη της επιθέσεως από τις 12 Ιουλίου, χρησιμοποιώντας τις ακόμη διαθέσιμες εφεδρείες του. Δεν πρόλαβε όμως να πραγματοποιήσει τις προθέσεις του.
Στις 11 Ιουλίου, στον τομέα της γειτονικής 2ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς, εξαπολύθηκε από τους Ρώσους ευρεία επίθεση προς την κατεύθυνση του Ορέλ, χωρίς τη συνήθη μακρά προπαρασκευή πυροβολικού, η οποία, αφού αιφνιδίασε την Ομάδα Στρατιών του Κέντρου, σημείωσε ταχέως σημαντική πρόοδο. Στη ρωσική επίθεση (επιχείρηση «Κουτούζωφ») συμμετείχαν οι δυνάμεις του Μετώπου του Μπριάνσκ (του Στρατηγού Ποπώφ) 3η, 61η και 63η Στρατιές, καθώς και η 11η Στρατιά της Φρουράς (του Στρατηγού Μπαγκραμιάν) του Δυτικού Μετώπου. Αυτή η επικίνδυνη κατάσταση στο Ορέλ ανάγκασε την Ομάδα Στρατιών Κέντρου (Στρατάρχης Κλούγκε) στις 12 Ιουλίου να διακόψει την περαιτέρω επίθεση της 9ης Στρατιάς προς το Κουρσκ και να αποσύρει ταχυκίνητες δυνάμεις απ’ αυτή για τη συγκράτηση της ρωσικής επιθέσεως.
Τομέας Χάρκοβ – Μπέλγκοροντ
Η διείσδυση, μέσω του ισχυρού συστήματος οχυρώσεως των Ρώσων, αποδείχθηκε δυσχερής ενέργεια και για το Απόσπασμα Στρατιάς Κέμπφ. Το 11ο Σώμα Στρατού δεν κατόρθωσε να φθάσει στο ρεύμα του ποταμού Κορόντσα, ενώ το 3ο Τεθωρακισμένο Σώμα καθηλώθηκε σε απόσταση 18 χλμ. από τον ποταμό Ντόνετς. Κατόπιν επεμβάσεως του Στρατάρχη Μανστάιν, τα δύο σώματα του Αποσπάσματος επανέλαβαν την επίθεση τους και μέχρι τις 11 Ιουλίου βρίσκονταν στους αντικειμενικούς σκοπούς.
Στον άξονα επιθέσεως της 4ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς οι γρεναδιέροι τη νύκτα 3/4 Ιουλίου κατόρθωσαν, μετά από ηρωικές προσπάθειες να εκκαθαρίσουν τις απομένουσες – μετά την επίθεση των τεθωρακισμένων – ρωσικές αντιστάσεις και οι τεθωρακισμένες μεραρχίες του 48ου Σώματος (3η, «Μεγάλη Γερμανία» και 11η) κινήθηκαν σε βάθος 15 χλμ. από τη γραμμή εξορμήσεως. Περαιτέρω προώθησή τους μέχρι τις 8 Ιουλίου κατέστη αδύνατη, λόγω κυρίως της εκχειλίσεως του προ αυτών χειμάρρου κατόπιν νεροποντής. Στο δεξιό του 48ου Τεθωρακισμένου Σώματος οι τεθωρακισμένες μεραρχίες του 1ου Σώματος των S.S. είχαν εισχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος, χωρίς όμως να πετύχουν τη συνένωση των ρηγμάτων, τα οποία δημιουργήθηκαν επιμέρους.
Οι Ρώσοι προέβησαν από τις 6 Ιουλίου στην ενίσχυση των εμπρός στρατιών (6ης και 7ης Στρατιών της Φρουράς) με την εφεδρεία του Μετώπου του Βορονέζ (1η Τεθωρακισμένη Στρατιά, 2ο και 5ο Τεθωρακισμένα Σώματα) και εξαπέλυσαν συνεχείς αντεπιθέσεις. Παρ’ όλα αυτά η 4η Τεθωρακισμένη Στρατιά (Στρατηγός Χοθ) συνέχισε την περαιτέρω προώθηση των δυνάμεών της προς την κατεύθυνση της πόλεως Ομπόγιαν και στις 10 Ιουλίου, κατόπιν σκληρών αγώνων, έφθασε σε βάθος 35 χλμ. από τη γραμμή εξορμήσεως.
Το πρωί της 10ης Ιουλίου ο Στρατηγός Χοθ, αφού συνεννοήθηκε με το Στρατάρχη Μανστάιν, πληροφόρησε τους διοικητές των δύο σωμάτων τεθωρακισμένων, Στρατηγό Κνόμπελσντορφ (48ου Τεθ. Σώματος Στρατού) και Χάουζερ (1ου Τεθ. Σώματος των S.S.), ότι έπρεπε να εκκαθαρίσουν το ρήγμα που είχε δημιουργηθεί (με πυροβόλα εφόδων και γρεναδιέρους) και να συγκεντρώσουν όλα τα χρησιμοποιήσιμα άρματα. Από τις 12 Ιουλίου θα γινόταν μια τελευταία αποφασιστική προσπάθεια η οποία, όπως ήλπιζε, θα κατέληγε στο να διασπασθεί η άμυνα των Ρώσων. Στην επίθεση αυτή θα μετείχαν υπό τις διαταγές του και τα άρματα του Αποσπάσματος Κεμπφ, που μπορούσαν να κινηθούν.
Η Μεγάλη Αρματομαχία
Από την επομένη, οι Τεθωρακισμένες Γερμανικές Μεραρχίες (εκτός από τη Μεραρχία «Totecampf», που είχε ακόμη στενή εμπλοκή) κατόρθωσαν να συγκεντρωθούν στον χώρο που είχε γι΄αυτό το σκοπό εκκαθαρισθεί και επιδίδονταν δραστήρια στην ανασυγκρότηση των δυνάμεων, ενόψει της αποφασιστικής επιθέσεως, που είχε καθορισθεί για την επομένη.
Στο μεταξύ η Ρωσική Στρατιωτική Ηγεσία, επειδή προαισθανόταν ότι η κρίση πλησίαζε, προώθησε προς τον τομέα της 4ης Γερμανικής Τεθωρακισμένης Στρατιάς (περιοχή Ομπόγιαν – Προχορόφκα) δύο επίλεκτες στρατιές του Μετώπου της Στέππας (την 5η Στρατιά Τεθωρακισμένων και την 5η Στρατιά Πεζικού). Η διακοπή της επιθέσεως της 9ης Γερμανικής Στρατιάς επέτρεπε τη συγκέντρωση όλων των τεθωρακισμένων δυνάμεων των Μετώπων Βορονέζ και Στέππας. Μόνο η 5η Τεθωρακισμένη Στρατιά διέθετε 800 άρματα Τ34 και αυτοκινούμενα πυροβόλα.
Στις 12 Ιουλίου ολόκληρη η κινητή ισχύς της 4ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς και του Αποσπάσματος Στρατιάς του Στρατηγού Κεμπφ (συνολικά 600 άρματα) κινήθηκε προς τα εμπρός, σε μια γιγαντιαία επέλαση προς το θάνατο. Από το μεσημέρι περίπου τα γ ρμανικά άρματα συγκρούσθηκαν κατά μέτωπον με τους τεθωρακισμένους σχηματισμούς της 5ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς επί 8 ώρες, υπό τη σκιά ενός γιγαντιαίου νέφους και σκόνης και μέσα σε αποπνικτική ζέστη.
Η πάλη ήταν άνιση. Τα ρωσικά άρματα, εκτός του ότι ήταν περισσότερα, διέθεταν πλήρεις φόρτους πυρομαχικών, οι μηχανές τους ήταν ανέπαφες και τα πληρώματα απολύτως ξεκούραστα από μακρό χρονικό διάστημα. Αντίθετα, τα γερμανικά άρματα και τα πληρώματα είχαν καταπονηθεί λόγω των επταήμερων σκληρών και συνεχών αγώνων. Πολλά από τα άρματα κατά τις τελευταίες ημέρες είχαν υποστεί βλάβες και είχαν επισκευασθεί πρόχειρα, για να λάβουν μέρος στον αγώνα, και, ως εκ τούτου, δεν ήταν πλήρως αξιόμαχα. Στη γιγαντιαία μετωπική αυτή σύγκρουση τα πλεονεκτήματα αυτά των Ρώσων φάνηκαν υπέρτερα της ποιοτικής υπεροχής των γερμανικών πληρωμάτων και των τελειοποιήσεων των αρμάτων τους. Επί του αποτελέσματος επέδρασε δυσμενώς το γεγονός ότι η γερμανική αεροπορία δεν ήταν σε θέση να επέμβει, λόγω των νεφών καπνού και σκόνης στο πεδίο της μάχης. Οι απώλειες εκατέρωθεν ήταν τρομερές, ιδίως των Ρώσων. Ο όγκος τους, όμως, φαινόταν ανεξάντλητος, λόγω των συνεχών ενισχύσεων, που κατέφθαναν στο πεδίο της μάχης.
Μέχρι το βράδυ οι Γερμανοί αποσύρθηκαν και οι Ρώσοι παρέμειναν κύριοι του πεδίου της μάχης, το οποίο καλυπτόταν από σωρούς καταστρεμμένων αρμάτων, στα σκάφη των οποίων βρίσκονταν ακόμη νεκροί και τραυματισμένοι άνδρες των πληρωμάτων τους.
Την επομένη, 13 Ιουλίου, οι Στρατάρχες Κλούγκε και Μανστάιν, διοικητές αντίστοιχα των Ομάδων Κέντρου και Νότου, κλήθηκαν στο Στρατηγείο του Χίτλερ, όπου τους γνωστοποιήθηκε η κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Μεσόγειο. Οι Δυτικοί Σύμμαχοι είχαν αποβιβασθεί από τη νύκτα 10/11 Ιουλίου στη Σικελία. Αυτό επέβαλε τη συγκρότηση νέων στρατιών και τη μεταφορά δυνάμεων από το Ανατολικό Μέτωπο. Συνεπώς, η επιχείρηση «CITADELLE» έπρεπε να σταματήσει.
Ο Στρατάρχης Κλούγκε ανέφερε, ότι η 9η Στρατιά δεν μπορούσε να συνεχίσει την επίθεση στο Κουρσκ μόνο λόγω των απωλειών και της ανάγκης αντιμετωπίσεως της ρωσικής επιθέσεως στην αμυντική ζώνη της 2ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς.Αντίθετα, ο Στρατάρχης Μανστάιν ανέφερε, ότι η επίθεση βρισκόταν στο κρίσιμο σημείο της και δεν ήταν δυνατή η διακοπή της πριν κατανικηθούν οι τεθωρακισμένες εφεδρείες, τις οποίες είχαν εμπλέξει οι Ρώσοι. Για το λόγο αυτό, ζητούσε τη συνέχιση της επιθέσεως από τον Μόντελ, για να συγκρατηθούν τουλάχιστον οι έναντι του μετώπου του ρωσικές δυνάμεις και να αποδεσμευθεί το 24ο Τεθωρακισμένο Σώμα (εφεδρεία της Ομάδας Στρατιών του Νότου).Ο Χίτλερ επέμενε στην ανάγκη διακοπής της επιχειρήσεως και ο Στρατάρχης Μανστάιν αναγκάσθηκε να συμμορφωθεί με την απόφαση του.
Οι Γερμανοί στο Ανατολικό Μέτωπο, χρησιμοποιώντας γενικά την ελαστική άμυνα, για την υιοθέτηση της οποίας ο Στρατάρχης Μανστάιν είχε καταβάλει τόσες προσπάθειες, καθώς και άλλοι διακεκριμένοι Γερμανοί στρατηγοί, κατόρθωσαν να παρατείνουν τη συνέχιση των αμυντικών επιχειρήσεων από τον Δνείπερ μέχρι τον Όντερ και ακόμη δυτικότερα.Σ’ αυτού του είδους την άμυνα οι Τεθωρακισμένες Μεραρχίες Αναγνωρίσεως αποδείχθηκαν, στο Ανατολικό Μέτωπο, πολύ αποτελεσματικές. Δεν μπορούσαν βεβαίως μόνες τους ν’ αντιστρέψουν τη φορά του τροχού της μοίρας, αφού για κάτι τέτοιο ήταν πλέον πολύ αργά. Οπωσδήποτε όμως, κατόπιν γενικεύσεως της χρησιμοποιήσεώς τους και προς τα δυτικά, πέτυχαν να παρατείνουν την αγωνία των Δυτικών Συμμάχων, αλλά και όλου του κόσμου, για δύο έτη.
Οι άλλες, οι τρομερές Μεραρχίες Αρμάτων του «τρίτου υποδείγματος 1943», για την δημιουργία των οποίων τόσες φροντίδες κατέβαλε ο Στρατηγός Γκουντέριαν, επέστρεψαν σκιές του εαυτού τους και δεν επέζησαν. Στους απέραντους σιταγρούς του Κουρσκ, μέσα στον πάταγο της μάχης, για μοναδική φορά, ο οξύς συριγμός των πυροβόλων των 88 χιλιοστών υπήρξε το κύκνειο άσμα τους, υπό τη μονότονη και ανατριχιαστική υπόκρουση των ερπυστριών των μεγάλων αρμάτων τους.
Αποτελέσματα
Η μεγάλη αυτή αρματομαχία είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των Γερμανών στο Κουρσκ. Οι απώλειες κατ’ αυτή τη μάχη δεν έχουν εξακριβωθεί πλήρως και οι σχετικοί αριθμοί, που έχουν ανακοινωθεί εκατέρωθεν, είναι υπερβολικοί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με βάση τα στοιχεία που έδωσαν οι Ρώσοι, οι εκτός μάχης Γερμανοί προσεγγίζουν το σύνολο των μαχητών, ενώ τα άρματα που καταστράφηκαν, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, υπερβαίνουν τον αριθμό αυτών που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επίθεση. Επίσης υπερβολικοί φαίνονται και οι από γερμανικής πλευράς αριθμοί περί των καταστραφέντων ρωσικών αρμάτων.
Σύμφωνα με πληροφορίες αξιόπιστων πηγών, κυρίως από ουδέτερες χώρες, όπως π.χ. ο E. Bayer (στο έργο του «Ο Πόλεμος των Τεθωρακισμένων»), οι απώλειες των αντιπάλων στη Μάχη του Κουρσκ ήταν:
- Γερμανών: 20.720, από τους οποίους 3.330 νεκροί.
- Ρώσων: 34.000 αιχμάλωτοι και 17.000 νεκροί.
Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα
Η απόκρουση της γερμανικής επιθέσεως από τους Ρώσους και κυρίως η επιτυχία της αντεπιθέσεως τους, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ανακατάληψη του Χάρκοβ, στις 23 Αυγούστου, που είναι πρωτεύουσα της Ουκρανίας, είχε τεράστια επίδραση στο ηθικό τους. Έτσι, οι Ρώσοι απέκτησαν εμπιστοσύνη στις ικανότητες τους να διεξάγουν αγώνες κινήσεων κατά των Γερμανών.
Η αποτυχία των Γερμανών στο Κουρσκ είχε ως συνέπεια την οριστική και αμετάκλητη απώλεια της πρωτοβουλίας των επιχειρήσεων. Έκτοτε οι Γερμανοί θα περιορισθούν σε αμυντικές επιχειρήσεις στο Ανατολικό Μέτωπο. Η ορθή εφαρμογή των κανόνων της ελαστικής άμυνας και τα κατά καιρούς σφάλματα των Ρώσων θα δίνουν την ευκαιρία σε επιδέξιους Γερμανούς στρατηγούς να καταφέρουν – με αντεπιθέσεις – δεινά πλήγματα κατά των επιτιθεμένων. Η καταπληκτική όμως υπεροχή των Ρώσων σε δυνάμεις και μέσα θα επιτρέπει πάντοτε τη «διόρθωση» αυτών των σφαλμάτων χωρίς περισσότερες συνέπειες.
Η αποτυχία των Γερμανών στο Κουρσκ είχε σημαντικές επιπτώσεις στις περαιτέρω σχέσεις του Χίτλερ με τους στρατάρχες του και γενικά σε ό,τι αφορούσε τον τρόπο διευθύνσεως των επιχειρήσεων. Ο Χίτλερ αμφέβαλλε, ως προς την απόλυτη νομιμοφροσύνη των στρατηγών στο πρόσωπο του, παρά τον όρκο που είχαν δώσει. Ήδη από την περίοδο αυτή άρχισε να αμφιβάλλει σοβαρά και για την επαγγελματική τους ικανότητα. Η επιχείρηση «CITADELLE» σχεδιάσθηκε και εκτελέσθηκε από τους πιο επιφανείς στρατάρχες και στρατηγούς της Βέρμαχτ, οι οποίοι χειρίσθηκαν το όλο θέμα ως καθαρά «επαγγελματικό» ζήτημα.
Η προσωπική επέμβαση του Χίτλερ έγινε σε στρατηγικό επίπεδο, όταν πια η μάχη είχε κριθεί. Οπωσδήποτε το αποτέλεσμα ήταν πλήρης ήττα με βαρύτατες συνέπειες: τη διάλυση της τεθωρακισμένης δυνάμεως που είχε συγκροτηθεί και στην οποία στήριζε τόσες ελπίδες, καθώς και την υποχώρηση προς τον ποταμό Δνείπερ και πέρα απ’ αυτόν. Η αποτυχία στο Κουρσκ, κατά τον Χίτλερ και το ναζιστικό περιβάλλον του, οφειλόταν στο ότι οι στρατηγοί του αποδεδειγμένα δεν στηρίζονταν στην πίστη προς τον Φύρερ και στη δύναμη της θελήσεώς του.
Από τον θύλακο του Κουρσκ προερχόταν συνεχής απειλή για τη συνοχή του Ανατολικού Μετώπου, επειδή αφενός εισχωρούσε – σε μεγάλο βάθος – σε ευπαθή περιοχή που αποτελούσε το όριο μεταξύ των δύο Ομάδων Στρατιών (Κέντρου και Νότου) και αφετέρου δέσποζε στους νευραλγικούς κόμβους του Ορέλ και του Χάρκοβ, διά μέσου των οποίων διέρχονταν άξονες προελάσεως, οι οποίοι οδηγούσαν προς τις στρατηγικής σημασίας γεφυρώσεις του Ζαπορόγιε και Δνειπεροπετρόβσκ, στον ποταμό Δνείπερ.
Αυτοί που σχεδίασαν την επιχείρηση νόμιζαν προφανώς, ότι ήταν εκατέρωθεν του σάκκου (όπως παρομοίαζαν τον θύλακο), κρατώντας ανά χείρας σταθερά (στο Ορέλ και στο Μπέλγκοροντ) τα σχοινιά για το κλείσιμο του λαιμού, προς σύλληψη του θηράματος. Δεν σκέφθηκαν ίσως, ότι ήταν δυνατόν αυτός ο «σάκκος» να αποτελούσε το δόλωμα θανάσιμης παγίδας που είχε στηθεί πριν από μήνες.
Oι κυριότεροι παράγοντες poy υποβοήθησαν στο να λειτουργήσει αυτή η παγίδα είναι:
- Η περίοδος της τήξεως των πάγων παρέσχε τον απαιτούμενο χρόνο για την ανασυγκρότηση και ενίσχυση των ρωσικών δυνάμεων.
- Η απροθυμία ή η αδυναμία της Ομάδας Στρατιών του Κέντρου να δεχθεί να συμβάλει στον έγκαιρο περιορισμό του θυλάκου, όπως πρότεινε ο Διοικητής της Ομάδας Στρατιών του Νότου.
- Οι συνεχείς αναβολές για την έναρξη της επιχειρήσεως έδωσαν επαρκή χρόνο για τη μετατροπή της τοποθεσίας σε πραγματικό οχυρό.
- Η γνώση, από την Ανωτάτη Σοβιετική Ηγεσία, του σχεδίου της επιθέσεως των Γερμανών υποβοήθησε τους Ρώσους στο να επιδοθούν με εξαίρετη επιμέλεια στο «στήσιμο του σκηνικού» λεπτομερώς.
- Περισσότερο απ’ όλα βοήθησε η εκ μέρους των Γερμανών συνεχής υποτίμηση των ικανοτήτων του αντιπάλου τους.
- Τέλος, πρέπει να τονισθεί στην περίπτωση του Κουρσκ, ότι ουδέποτε ίσως σύγχρονος στρατός γνώριζε τόσα πολλά και διέθετε τόσες υπέρτερες δυνάμεις και μέσα, για να συντρίψει τον αντίπαλό του. Ως προς το χρόνο, οι Ρώσοι ήταν ενήμεροι από μήνες για την κατά προσέγγιση ημέρα επιθέσεως και τυχαίως, σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, πληροφορήθηκαν την προηγουμένη και την ώρα.
Εντούτοις, οι Γερμανοί ξέφυγαν από την παγίδα και ίσως μάλιστα τελικά η νίκη να μη τους διέφευγε στο Κουρσκ, αν δεν μεσολαβούσε, κατά την άποψη του Στρατάρχη Μανστάιν, η απόβαση στη Σικελία. Στην έκθεση που υπέβαλε στον Χίτλερ ο Στρατηγός Μόντελ, Διοικητής της 9ης Στρατιάς (στον τομέα Ορέλ), ανέφερε, ότι οι Ρώσοι είχαν προβλέψει και μελετήσει την εκτόξευση της γερμανικής επιθέσεως και, κατόπιν αυτού, θα έπρεπε να εφαρμοσθεί κατά την επίθεση νέα τακτική μέθοδος. Οι φόβοι αυτοί του Μόντελ (ο οποίος μέχρι τέλος ήταν κατά της επιθέσεως στο Κουρσκ) οδήγησαν στην αναβολή της επιθέσεως μέχρι να φθάσουν στις τεθωρακισμένες μεραρχίες νέου τύπου άρματα σε επαρκή αριθμό και μέχρι να μετατραπεί το αρχικό σχέδιο. Η ισχυρή κρούση, που προβλεπόταν αρχικά, είχε μετατραπεί σε μετωπική σύγκρουση δυνάμεων.
Οι τεθωρακισμένες δυνάμεις με τη μέθοδο των τεθωρακισμένων σφηνών (Panzerkeile) θα χρησιμοποιούνταν για τη διατήρηση της ισχυρώς οργανωμένης τοποθεσίας. Αντί να χρησιμοποιηθούν ως σπάθη κατά του πλευρού και των νώτων του αντιπάλου (όπως μέχρι τότε) θα ρίχνονταν ως πολεμικός πέλεκυς κατά του μετώπου του αντιπάλου.
Με βάση τα στοιχεία αυτά, είναι δυνατό να εξαχθεί ότι η επίθεση θα ενεργούνταν εκεί ακριβώς, όπου την ανέμενε ο αντίπαλος. Τα τρομερής ισχύος γερμανικά άρματα υπό τους προαναφερθέντες σχηματισμούς θα ρίχνονταν στο πεδίο της μάχης, για να δοκιμασθεί η αντοχή και η ισχύς τους στα αλλεπάλληλα ναρκοπέδια, τις αντιαρματικές τάφρους και τον βαρύτατο φραγμό του ρωσικού πυροβολικού (20.000 πυροβόλων, υπεροχή των Ρώσων 1,9:1). Πρέπει, τέλος, να ληφθεί υπόψη ο κύριος αντίπαλος του άρματος, τα αντιαρματικά. Σε όλο το βάθος της τοποθεσίας ανέμεναν 6.000 αντιαρματικά, που είχαν ταχθεί σε ομάδες των 5-6 αντιαρματικών με αποστολή την εξουδετέρωση ενός τουλάχιστον γερμανικού άρματος. Στο τέρμα, μετά 6 ημέρες, όπως υπολόγιζε ο Στρατηγός Μόντελ, τους ανέμενε η τελευταία δοκιμασία, ένας ακόμη άθλος: να καταβάλουν τη συγκεντρωμένη μάζα των ρωσικών αρμάτων, η οποία τους ανέμενε. Επρόκειτο για τα άρματα Τ34, εφάμιλλα γενικώς σε ποιότητα και υπέρτερα σε αριθμό, με πληρώματα που είχαν ακμαίες τις δυνάμεις, με πλήρεις φόρτους και καλή συντήρηση.
Στις ισχυρές τεθωρακισμένες μεραρχίες του «τρίτου υποδείγματος» έλαχε να χρησιμοποιηθούν για τη διάσπαση ισχυρώς οργανωμένης τοποθεσίας (του Κουρσκ), χωρίς ισχυρή υποστήριξη, και μάλιστα σε περιοχή όπου δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πλήρως την τρομερή δύναμη κρούσεως που διέθεταν, για ν’ αποδώσουν κατά την αξία τους. Τα τεράστια άρματα «Τίγρις» και «Φέρντιναντς» μπορούσαν ευχερώς να αντιμετωπίζουν τα ρωσικά άρματα, καθώς και τις ομάδες των αντιαρματικών πυροβόλων υπό ανεκτές συνθήκες. Δεν ήταν, όμως, άτρωτα. Εφόσον αποκόπτονταν από το πεζικό και περιοριζόταν η ευκινησία τους, εξουδετερώνονταν εύκολα, το ένα μετά το άλλο, από μικρές ομάδες απλών πεζών.
Εκτός από αυτά, ως προς τη Διοίκηση, οι Ρώσοι είχαν εφαρμόσει το δοκιμασμένο σύστημα διευθύνσεως του αγώνα στην Μόσχα και στο Στάλινγκραντ. Για να ληφθούν ταχείες αποφάσεις στο στρατηγικό πλαίσιο, απέστειλαν και πάλι το Στρατάρχη Γ. Ζούκωφ, επικεφαλής της γνωστής ομάδας «των πυροσβεστών του» για την διεύθυνση του αγώνα. Το σύστημα αποδείχθηκε εύκαμπτο, πρωτότυπο και επιτυχές.
Από γερμανικής πλευράς, το θέμα της διευθύνσεως του αγώνα δεν φαίνεται να αντιμετωπίσθηκε επιτυχώς. Οι επιχειρήσεις της 9ης Στρατιάς στον τομέα του Ορέλ ήταν υπό τον έλεγχο του Διοικητή της Ομάδας Στρατιών Κέντρου, όπως και των δύο στρατιών στο Μπέλγκοροντ – Χάρκοβ, υπό τον έλεγχο του Διοικητή της Ομάδας Στρατιών του Νότου. Δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση στο πεδίο της μάχης. Οι προσπάθειες για τον διορισμό αρχιστρατήγου απορρίφθηκαν από τον Χίτλερ με διάφορες ανάξιες λόγου (αστείες) προφάσεις.
Το ότι η διεύθυνση του αγώνα υπήρξε από γερμανικής πλευράς ικανοποιητική, πρέπει να αποδοθεί στους εξαίρετους ηγήτορες, οι οποίοι ήταν επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων, όπως ο Στρατάρχης Μανστάιν, οι Στρατηγοί Γκουντέριαν, Μόντελ, Χόθ, κτλ. Όπως αποδείχθηκε, απαιτείται συνταύτιση των προσπαθειών διαφόρων όπλων (πεζικού, μηχανικού, τεθωρακισμένων), πλήρης συντονισμός των ενεργειών κατά τις διάφορες φάσεις (διάρρηξη, αγώνες στο εσωτερικό, διάσπαση) και κυρίως συντριπτική υπεροχή πυρός υποστηρίξεως.
Η σπατάλη των πολύτιμων βαρέων αρμάτων κατά τη διάρρηξη και τον αγώνα στο εσωτερικό της τοποθεσίας (λόγω ελλείψεως επαρκούς πεζικού και υποστηρίξεως πυροβολικού), είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των γερμανικών τεθωρακισμένων κατά τη φάση της τελικής διασπάσεως και εκμεταλεύσεως της επιτυχίας (του θερισμού και της συγκομιδής). Οι Ρώσοι διέθεταν πράγματι ανεξάντλητες δυνάμεις και μέσα. Παρ’ όλα αυτά απέφυγαν την άκαιρη εκδήλωση επιθέσεων, αναμένοντας τη συμμαχική απόβαση. Γνώριζαν από την πείρα τους, ότι τα στελέχη και το τεχνικό προσωπικό των αρμάτων δεν ήταν ανεξάντλητο και ήταν δυσαναπλήρωτο.
Αντίθετα, οι Γερμανοί, εντελώς αψυχολόγητα, έπεσαν στη ρωσική παγίδα και σπατάλησαν τις τόσο πολύτιμες (ανεκτίμητες) μεγάλες μεραρχίες των αρμάτων τους για ένα επουσιώδη ΑΝΣΚ, όπως αποδείχθηκε ότι ήταν το Κουρσκ. Κατά τη μάχη που διεξήχθη στην εξέχουσα του Κουρσκ έλαβε μέρος ο μεγαλύτερος αριθμός αρμάτων στην Ιστορία. Πράγματι, κατά το αποφασιστικό της στάδιο κινούνταν 3.000 περίπου άρματα και αυτοκινούμενα πυροβόλα και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Ως προς τον κύριο αγώνα, αυτός διεξήχθη σε στενή ζώνη, όπου υπήρχαν ώριμοι σχεδόν σιταγροί, και κρίθηκε κατόπιν μιας αποφασιστικής επελάσεως, κατά την οποία άνθρωποι, που οδηγούσαν χαλύβδινα τέρατα, φαίνονταν αιωρούμενοι σε νέφη καπνού και σκόνης, άλλοτε προς τα εμπρός και άλλοτε προς τα πίσω. Το αποφασιστικό αποτέλεσμα, μετά την έναρξη της συγκρούσεως, κρίθηκε όχι από τους ελιγμούς και τον πνευματικό μόχθο της ηγεσίας των αντιπάλων, αλλά από την πυκνότητα των ναρκοπεδίων, την δασύτητα και την ισχύ του πυρός και, κυρίως, από τον αριθμό και το βάρος των χαλύβδινων αρμάτων.
Χαρακτηριστικό της μάχης υπήρξε το ότι η αργοπορία στην έναρξή της (λόγω της πληθώρας των επιχειρημάτων «υπέρ» και «κατά» του σχεδίου «Ακρόπολις»)είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί τέρμα στην παντοδυναμία των γερμανικών τεθωρακισμένων και να περιέλθει η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων οριστικά στους Ρώσους. Μπορεί να θεωρηθεί τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι οι σημαντικότεροι από τους ηγέτες της επιχειρήσεως (Στρατάρχης Μανστάιν, Στρατηγός Γκουντέριαν, Μόντελ) και ο ίδιος ο Χίτλερ είχαν ταχθεί με πείσμα κατά της επιχειρήσεως. Εντούτοις, το σχέδιο της επιθέσεως, μόλις άρχισε να συζητείται, γέννησε τόσες ελπίδες, ώστε βαθμηδόν, σαν να είχε αποκτήσει δική του βούληση, τους συνεπήρε όλους, και τους παρέσυρε με ορμή -άλλους με ενθουσιασμό, άλλους με δισταγμό ή και διαμαρτυρίες – στον πυρετό της δράσεως και την καταστροφή.
Για τα «Ελεύθερα Έθνη» η νίκη του Κουρσκ, σε συνδυασμό με την επιτυχή απόβαση των Δυτικών Συμμάχων στη Σικελία, υπήρξε η αποφασιστική καμπή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τους Γερμανούς οι ημέρες της μάχης υπήρξαν από τις περισσότερο δραματικές και συγχρόνως μακρές για το τόσο βραχύβιο «Χιλιετές Γ’ Ράιχ» του Χίτλερ. Τέλος, στην Παγκόσμια Ιστορία, η μάχη του Κουρσκ υπήρξε η μεγαλύτερη αρματομαχία όλων των αιώνων.